Το ζήτημα του σχεδίου νέου εκλογικού νόμου έχει σχολιασθεί εκτενώς. Σχολιάσθηκαν αρνητικά και η επιλογή από την κυβέρνηση του χρόνου ανακινήσεως του ζητήματος, και η ασάφεια και πολυπλοκότητα των προτεινομένων ρυθμίσεων. Η βάση όμως πάνω στην οποία στηρίζει η κυβέρνηση την προσπάθειά της, η δικαιολογία της για την παραγωγή του νεφελώδους σχεδίου, παραμένει ουσιαστικά στο απυρόβλητο. Αναφέρομαι στο ζήτημα της μεγαλύτερης αναλογικότητας του συγκεκριμένου συστήματος.
Η απλή αναλογική θεωρείται από πολλούς η πεμπτουσία της δημοκρατίας. Άρα, για αυτή τη σχολή σκέψης, όσο αναλογικότερο το εκλογικό σύστημα τόσο καλύτερα. Μοναδικό ψεγάδι της απλής αναλογικής θεωρείται η αδυναμία αναδείξεως σταθερών κυβερνήσεων. Υπάρχουν όμως κι άλλα σοβαρά ψεγάδια.
Ομολογουμένως η απλή αναλογική κατανέμει αρχικά τις έδρες κατά δικαιότερο τρόπο, καθώς η ψήφος κάθε πολίτη συμμετέχει κατά το ίδιο ποσοστό με όλων των άλλων πολιτών στην ανάδειξη βουλευτών, ανεξαρτήτως του κόμματος για το οποίο ψηφίζει ο πολίτης. Όμως η δημοκρατία δεν είναι άσκηση κατανομής εδρών, ούτε σταματά στην συγκρότηση της βουλής σε σώμα. Η απλή αναλογική μπορεί να καταστήσει λιγότερο δημοκρατικό τον τρόπο άσκησης του νομοθετικού και κυβερνητικού έργου, αλλά και να περιορίσει τη δυνατότητα αποδόσεως ευθυνών στις κυβερνήσεις από τους πολίτες.
Ως προς την άσκηση του νομοθετικού και του κυβερνητικού έργου το πρόβλημα με την απλή αναλογική είναι ότι όταν σχηματίζονται κυβερνήσεις συνεργασίας η επιρροή κάθε βουλευτή του μειοψηφούντος εταίρου είναι πολύ μεγαλύτερη από την επιρροή του βουλευτή του μεγαλύτερου εταίρου. Αν π.χ. το πρώτο κόμμα εκλέγει 148 βουλευτές και στη βουλή υπάρχει ένα κόμμα με 3, είναι λογικό επακόλουθο το μεγάλο κόμμα «να τα δώσει όλα» προκειμένου να προσεταιρισθεί το μικρό και να σχηματίσει κυβέρνηση. Έτσι οι 3 βουλευτές του μικρού εταίρου επηρεάζουν το νομοθετικό και ίσως το κυβερνητικό έργο περισσότερο από ότι ισάριθμοι βουλευτές του μεγάλου εταίρου. Στην ελληνική πολιτική πραγματικότητα ο «μικρός» είναι συνήθως συμπαθής και γι? αυτό δυσκολευόμαστε να δούμε τα πράγματα από αυτή τη σκοπιά. Όμως στο παράδειγμά μας ο «μικρός» καταλήγει πολύ ισχυρός και ίσως τελικά κρατά όμηρο την πλειοψηφία! Ασφαλώς δεν είναι δημοκρατικό αυτό.
Πέραν αυτού, όταν έχουμε κυβερνήσεις συνεργασίας και τα κόμματα που τις απαρτίζουν κατεβαίνουν στις εκλογές χωριστά, η ευθύνη για την άσκηση του κυβερνητικού έργου δεν μπορεί να αποδοθεί ξεκάθαρα, καθώς οι κυβερνητικές επιλογές είναι συχνά αποτέλεσμα συμβιβασμών μεταξύ των εταίρων. Με άλλα λόγια, σε κυβερνήσεις συνεργασίας είναι δύσκολο να απαντηθεί το ερώτημα «ποιός φταίει», οπότε το εκλογικό σώμα δεν μπορεί στην ουσία να ασκήσει έλεγχο. Και βασική αρχή της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας είναι ακριβώς αυτό: να μπορεί ο λαός, έστω μια φορά στα 4 χρόνια, να αποδίδει ευθύνες με απλό και ξεκάθαρο τρόπο.