Από την εποχή του Διαφωτισμού και μέχρι λίγα χρόνια πριν το τέλος του 20ου αιώνα, ο ρόλος της θρησκείας στα δημόσια πράγματα, στις περισσότερες χώρες του κόσμου, φαινόταν να φθίνει αργά αλλά σταθερά. Για πολλούς η φθίνουσα αυτή πορεία ήταν φυσικό παρεπόμενο της επιστημονικής προόδου και της ανερχόμενης πίστης στην ανθρώπινη λογική.
Η ανάγνωση αυτή των δεδομένων εκκινούσε από λάθος βάσεις και κατέληγε σε λάθος συμπεράσματα. Αντίθετα με τις προβλέψεις, η θρησκεία έχει σήμερα ιδιαίτερη πολιτική σημασία, και μάλιστα μεγαλύτερη από ότι είχε πριν 20 χρόνια. Η θρησκεία αποτελεί πρωταρχικό παράγοντα τόσο στις διεθνείς σχέσεις (και συγκρούσεις), όσο και στο εσωτερικό των κρατών, εν όψει των αλλαγών που επιφέρουν η παγκοσμιότητα, η μετανάστευση, ο διάλογος επιστήμης – βιοηθικής κ.α.
Ένα από τα σημεία τριβής μεταξύ των Ευρωπαίων ηγετών κατά τη διαδικασία συντάξεως του προοιμίου του – ατυχήσαντος – «Ευρωπαϊκού Συντάγματος» ήταν αν θα γίνει ή όχι αναφορά στη χριστιανική ταυτότητα της Ευρώπης. Αντίστοιχες τριβές φαίνεται ότι υπήρξαν κατά τη σύνταξη του προοιμίου της υπό επικύρωση Μεταρρυθμιστικής Συνθήκης της Λισσαβώνας, προ ολίγων μόλις εβδομάδων. Και βέβαια το διακύβευμα σε αυτή την περίπτωση δεν ήταν μόνο ο κοσμικός χαρακτήρας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά και η σχέση της με το Ισλάμ, και ειδικότερα με την Τουρκία. Τελικά στη Συνθήκη της Λισσαβώνας, επετεύχθη συμβιβασμός σε μια αναφορά στην «πολιτιστική, θρησκευτική και ανθρωπιστική κληρονομιά της Ευρώπης». Η αναφορά αυτή είναι σίγουρα άχρωμη και ίσως κενή περιεχομένου – το γεγονός όμως ότι οι Ευρωπαίοι ηγέτες το Δεκέμβριο του 2007 αφιέρωσαν σημαντικό χρόνο διαπραγμάτευσης στη φράση αυτή, είναι δηλωτικό της σημασίας που έχει και σήμερα η θρησκεία στα δημόσια πράγματα.
Οι Έλληνες είναι περισσότερο θρήσκοι από το μέσο όρο των πολιτών της Ευρώπης. Στην τελευταία διαθέσιμη σχετική έρευνα του Ευρωβαρόμετρου (2005), η Κύπρος και η Ελλάδα έρχονται δεύτερη και τρίτη αντίστοιχα μεταξύ των 25 τότε μελών της ΕΕ σε ποσοστά ανθρώπων που πιστεύουν στο Θεό. (Πρώτη είναι η Μάλτα – οι λοιπές χώρες ακολουθούν με μεγάλη διαφορά). Και είναι λογικό αυτή η στενότερη σχέση των Ελλήνων με τη θρησκεία να αντικατοπτρίζεται και στην πολιτική ζωή.
Ο δημόσιος διάλογος στη χώρα μας γύρω από το ζήτημα της θρησκείας, όπως είναι φυσικό, επικεντρώνεται στη σχέση της Ορθόδοξης Εκκλησίας με την Πολιτεία. Και θα πρέπει για να είμαστε ακριβείς με τους όρους να διευκρινίσουμε ότι στην Ορθόδοξη παράδοση με τον όρο «Εκκλησία» δεν εννοείται η οργανωμένη ιεραρχία του κλήρου, αλλά το σύνολο των πιστών, κλήρος και λαός, με πυρήνα την ενορία. Συχνά ο διάλογος γύρω από τα ζητήματα αυτά διεξάγεται με επιχειρηματολογία του 19ου αιώνα, αλλά και με την αντίστοιχη ιδεολογική σφοδρότητα.
Το Σύνταγμα της Ελλάδος ορίζει τη σχέση Εκκλησίας – Πολιτείας στο άρθρο 3, με μια πρόταση εξαιρετικής λιτότητας και περιεκτικότητας : «Επικρατούσα θρησκεία στην Ελλάδα είναι η θρησκεία της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας του Χριστού». Η πρόταση αυτή έχει χαρακτήρα διαπίστωσης μιας πραγματικότητας, και όχι αναφοράς στο δέον ή το σκοπούμενο. Έτσι, με λίγες λέξεις επιτυγχάνεται αξιοθαύμαστη ισορροπία: αναγνωρίζεται μεν ο ειδικός ρόλος της Ορθοδοξίας στην ελληνική κοινωνία και πολιτεία, χωρίς όμως να θεμελιώνεται «επίσημη» ή «κρατική» θρησκεία. Μια θρησκεία «επίσημη», μια θρησκεία – κρατικός θεσμός θα ήταν αντίθετη και με την ορθόδοξη πίστη και με τις φιλελεύθερες βάσεις του πολιτεύματός μας. Πρέπει να σημειωθεί ότι η φράση αυτή, η «επικρατούσα θρησκεία», εμφανίζεται ήδη στο πρώτο Σύνταγμα της Επιδαύρου (1822).
Οι επικριτές της συνταγματικής αυτής ρυθμίσεως, αλλά και γενικότερα της σχέσεως Εκκλησίας – Πολιτείας στη χώρα μας, εστιάζουν στο γεγονός ότι η αναγνώριση ειδικού ρόλου στην Ορθόδοξη Εκκλησία παραβιάζει τα ατομικά δικαιώματα των Ελλήνων πολιτών που δεν είναι Ορθόδοξοι Χριστιανοί. Μάλιστα αυτό το επιχείρημα που εδράζεται στη φιλελεύθερη φιλοσοφία, το επικαλείται και η αριστερά στην κριτική της για τη σχέση Εκκλησίας – Πολιτείας.
Όμως στην πραγματικότητα η ρύθμιση των σχέσεων Εκκλησίας – Πολιτείας στην Ελλάδα είναι περισσότερο φιλελεύθερη και νεωτερική από τις αντίστοιχες άλλων ευρωπαϊκών κρατών. Σε αρκετές περιπτώσεις στην Ευρώπη διατηρούνται ρυθμίσεις που παραπέμπουν σε «καισαροπαπισμό» μεσαιωνικού τύπου.
Στη Βρετανία και στη Δανία, επικεφαλής της Εκκλησίας είναι η Βασίλισσα. Στη Βρετανία μάλιστα, η Βασίλισσα διορίζει τους Επισκόπους της Εκκλησίας της Αγγλίας τη εισηγήσει του Πρωθυπουργού, ενώ 26 έδρες της Βουλής των Λόρδων καταλαμβάνονται από Επισκόπους ! Σε αρκετές χώρες (Γερμανία, Δανία, Σουηδία, Φινλανδία, Αυστρία, Ελβετία) το κράτος επιβάλλει φόρους στα μέλη των «αναγνωρισμένων» εκκλησιών για τη χρηματοδότηση της εκκλησίας στην οποία ανήκουν, λαμβάνοντας έτσι θέση ως προς το ποιά εκκλησία δικαιούται χρηματοδότησης και ποιά όχι. Στο ιταλικό σύνταγμα γίνεται ειδική αναφορά στη Συνθήκη του Λατερανού, υπογραφείσα μεταξύ του ιταλικού κράτους και του Βατικανού, με την οποία αναγνωρίζεται ειδικός ρόλος στη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία.
Προφανώς, όλα τα προαναφερθέντα παραδείγματα αποτελούν ενδείξεις του γεγονότος ότι η Πολιτεία οφείλει μεν να προστατεύει τα ατομικά δικαιώματα των πολιτών, δεν μπορεί όμως και να παραγνωρίζει το γεγονός ότι η κοινωνία χαρακτηρίζεται και από στοιχεία συλλογικής ταυτότητας. Οι ευρωπαϊκές χώρες προσπάθησαν με διαφορετικούς βαθμούς επιτυχίας να συνδυάσουν αυτούς τους αντικρουόμενους ως ένα σημείο στόχους.
Εάν οδηγήσει κανείς το φιλελεύθερο επιχείρημα περί ατομικών δικαιωμάτων στα άκρα, θα καταλήξει σε ρυθμίσεις και ανέφικτες αλλά και ανεπιθύμητες για τη συντριπτική πλειοψηφία : για παράδειγμα, αν το κράτος είναι εντελώς ουδέτερο απέναντι στη θρησκεία, δεν θα πρέπει οι αργίες να ταυτίζονται με θρησκευτικές εορτές ! Υπάρχει άραγε μη Χριστιανός Έλληνας πολίτης που θεωρεί ότι παραβιάζονται τα ατομικά του δικαιώματα επειδή τα Χριστούγεννα και το Πάσχα είναι επίσημες αργίες; Και βέβαια αν ένα κράτος είναι εντελώς ουδέτερο απέναντι στη θρησκεία, δεν πρέπει να έχει ούτε στη σημαία του θρησκευτικά σύμβολα! Εύκολα μπορεί κανείς να υποθέσει ότι ακόμα και οι σφοδρότεροι πολέμιοι της σημερινής ρυθμίσεως των σχέσεων Πολιτείας – Εκκλησίας δεν θα έφθαναν να προτείνουν κάτι τέτοιο.
Όμως η σχέση Εκκλησίας – Πολιτείας δεν εξαντλείται στα οριζόμενα από το Σύνταγμα. Μια πτυχή του ρόλου της Εκκλησίας στη χώρα μας, που έχει μετ’επιτάσεως τεθεί τα τελευταία χρόνια, είναι κατά πόσον μπορεί ή πρέπει να έχει λόγο η Εκκλησία για ζητήματα που ξεφεύγουν από τη στενά νοούμενη πνευματική ζωή των πιστών.
Κατά ορισμένους η Εκκλησία δεν πρέπει να εκφέρει δημόσιο λόγο. Εκτιμούν ότι καθώς η πίστη είναι μια προσωπική υπόθεση, θα πρέπει και η Εκκλησία να λειτουργεί κατά κάποιο τρόπο κατά μόνας. Η ίδια σχολή σκέψης συνήθως θεωρεί ότι η Εκκλησία οφείλει να ασχολείται μόνο με το «επέκεινα» και όχι με τον κόσμο τούτο.
Οι απόψεις αυτές βασίζονται σε λάθος ερμηνεία τόσο της ορθόδοξης παράδοσης, όσο και της δημοκρατίας. Η ορθόδοξη χριστιανική πίστη, είναι μια πίστη που ολοκληρώνεται κοινωνικά, μέσα στην ενορία. Δεν υπάρχει λειτουργία χωρίς παρουσία «λαού», όπως και η ετυμολογία της λέξης δηλώνει. Παράλληλα, η ορθόδοξη παράδοση δεν απαξιώνει την «εδώ» ζωή του ανθρώπου και τις ανάγκες του.
Ο συνδυασμός των δυο σημείων αυτών, σημαίνει ότι η Εκκλησία οφείλει και πρέπει να έχει λόγο για τα σημαντικά της ζωής των μελών της, και άρα της κοινωνίας. Και δεν αποτελεί αυτό πρόβλημα για τη δημοκρατία, καθώς σήμερα δημόσιο λόγο έχει – και πρέπει να έχει – και η τελευταία νεοσύστατη και ολιγομελής ένωση πολιτών.
Όπως κάθε μέλος της Εκκλησίας, ο γράφων δικαιούται να εκφράσει εν κατακλείδι μια άποψη επί του πρακτέου: Το γεγονός ότι η Εκκλησία μπορεί να έχει λόγο στη δημόσια ζωή, δεν σημαίνει ότι θα πρέπει ο λόγος της Εκκλησίας να αποτελέσει μέρος της τριβής και της καθημερινότητας του δημοσίου διαλόγου. Και έξω από την Ορθόδοξη παράδοση θα ήταν κάτι τέτοιο, και το κύρος της Εκκλησίας θα μείωνε. Ο λόγος της Εκκλησίας θα πρέπει να εκφέρεται για τα μεγάλα και τα σημαντικά, όταν παρίσταται πραγματική ανάγκη. Η Ορθόδοξη παράδοση κινείται πάντα στη βάση της αρετής της «διάκρισης», μιας αρετής που μπορεί να αποτελεί κατευθυντήρια αρχή για το πότε, το πόσο και το πώς εκφέρεται ο δημόσιος λόγος. Το Άγιον Όρος και η Εκκλησία της Κρήτης, αποτελούν λαμπρά παραδείγματα, και ασφαλώς όχι τα μόνα, του πώς εφαρμόζεται στην πράξη η αρχή αυτή, του πώς μπορεί η Ορθόδοξη Εκκλησία να εκφέρει δημόσιο λόγο όταν χρειάζεται, με τον τρόπο και την ένταση που χρειάζεται, διδάσκοντας όσους θέλουν να ακούσουν.
Ένας τέτοιος ρόλος της Εκκλησίας, στη βάση της ήδη υγιούς και πλήρους συνταγματικής ρυθμίσεως που ισχύει στη χώρα μας , μπορεί να κάνει και τη δημοκρατία μας πιο πλούσια και την Εκκλησία να φέρει πιο κοντά στο σύγχρονο άνθρωπο και τα προβλήματά του.