Νέος νόμος για το “Θεσμικό Πλαίσιο Έρευνας και Τεχνολογίας”

Ομιλία του Βουλευτή Χανίων Μανούσου Γ. Βολουδάκη στα πλαίσια της συζήτησης του σχεδίου νόμου «Θεσμικό Πλαίσιο Έρευνας και Τεχνολογίας και άλλες διατάξεις», 20 Φεβρουαρίου 2008

Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι,

‘Ο,τι και να πει κανείς για τη σημασία της έρευνας και της τεχνολογίας στο σύγχρονο κόσμο, ίσως δεν είναι αρκετό. Όλοι τόνισαν τη σημασία τους, η οποία είναι αυτονόητη και άρα, δεν θα ασχοληθώ κι εγώ με τη σημασία του ζητήματος.

Θα ήθελα μόνο να επισημάνω ότι υπάρχει γενικά στην Ευρώπη ένα πρόβλημα με την έρευνα και την τεχνολογία. Ο στόχος της Στρατηγικής της Λισσαβόνας, δηλαδή το να φτάσουμε να δαπανάται στην Ευρώπη το 3% του συνολικού εγχώριου προϊόντος σε δαπάνες έρευνας και τεχνολογίας, δεν θα επιτευχθεί, κάτι που έχει ήδη παραδεχθεί η Κομισιόν. Αντίστοιχα, δεν επιτυγχάνεται και στον τόπο μας ο στόχος που είχε τεθεί και μετατίθεται για αργότερα. Βέβαια, στην Ελλάδα το πρόβλημα είναι ακόμη μεγαλύτερο, γιατί ξεκινάμε από ένα βήμα πιο πίσω. Άρα, οπωσδήποτε χρειάζεται να αναλάβουμε δράση για να λυθεί αυτό το πρόβλημα.

Πιστεύω ότι το σχέδιο νόμου που συζητούμε κάνει πολύ σημαντικά βήματα προς αυτήν την κατεύθυνση. Το πιο σημαντικό για μένα είναι ότι για πρώτη φορά θεσμοθετείται ένας τρόπος να εκπονείται η εθνική στρατηγική για την έρευνα και την τεχνολογία και θεσμοθετείται ακόμα παραπάνω μία δομή με την οποία θα υλοποιείται αυτή η στρατηγική.

Παράλληλα, καταργείται η πολυδιάσπαση σε φορείς, ιδρύματα και ινστιτούτα που καθιστούσαν και καθιστούν δύσκολη την αποτίμηση των αποτελεσμάτων της έρευνας και της τεχνολογίας και των αποτελεσμάτων στην έρευνα και την τεχνολογία και πιστεύω ότι οδηγούμαστε σε μια πιο αποτελεσματική δομή. Όλα αυτά που προανέφερα αποτελούν για μένα επαρκείς λόγους για να υπερψηφίσω το σχέδιο νόμου.
Όμως, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, το ζήτημα που συζητούμε σήμερα είναι μία καλή αφορμή για να συζητήσουμε μερικά γενικότερα πολιτικά ζητήματα που άπτονται του αντικειμένου του σχεδίου νόμου, αλλά που έχουν και πολύ ευρύτερη και μεγαλύτερη σημασία για τον τόπο μας.

Από τη συζήτηση που παρακολουθούμε από χθες, προέκυψε κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, μία σύγχυση στο Κόμμα της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης γύρω από τα βασικά ζητήματα που αφορούν την ανάπτυξη του τόπου. Ακούσαμε ταυτόχρονα δύο αντικρουόμενες απόψεις. Ακούσαμε κάποιους συναδέλφους να επικρίνουν το σχέδιο νόμου, επειδή δεν συνδέει, κατά την άποψή τους, επαρκώς την έρευνα με την επιχειρηματικότητα, την ανταγωνιστικότητα και την ίδια στιγμή, ακούσαμε άλλους συναδέλφους από την Αξιωματική Αντιπολίτευση να επικρίνουν το σχέδιο νόμου με τη γνωστή τετριμμένη επιχειρηματολογία της δεκαετίας του ’80 περί ξεπουλήματος της έρευνας και των πανεπιστημίων στην αγορά κ.ο.κ..

Δεν θα το ανέφερα ειδικότερα αυτό το ζήτημα, αν δεν ήταν ένα χαρακτηριστικό δείγμα της ιδεολογικής συγχύσεως και του ελλείμματος πολιτικής του Κόμματος της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης, το οποίο είδαμε να εκφράζεται κατά τον ίδιο και εντονότερο τρόπο σ’ ένα ζήτημα πολύ σημαντικότερο και συνδεόμενο μ’ αυτά που συζητούμε σήμερα, όπως αυτό της αναθεώρησης του άρθρου 16 του Συντάγματος. Και εκεί είδαμε παλινωδίες που δείχνουν αυτόν τον εσωτερικό διχασμό της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης, που για μένα συνιστά πρόβλημα για τον τόπο.

Αυτό που χρειαζόμαστε, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, είναι αλλαγή νοοτροπίας στον τόπο μας γύρω από τα ζητήματα αυτά. Εχθρός κάθε προοπτικής ανάπτυξης του τόπου είναι η φιλοσοφία της ήσσονος προσπάθειας, μια φιλοσοφία που –φοβούμαι- υποκρύπτεται σε πολλές από τις επικριτικές γι’ αυτό το σχέδιο νόμου απόψεις που ακούσαμε.
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, σε πολλές περιπτώσεις στον τόπο μας επικρατεί καθεστώς ιδεολογικής τρομοκρατίας για την ακαδημαϊκή κοινότητα, ιδεολογική τρομοκρατία που συχνά φθάνει ή και ξεπερνά τα όρια της φυσικής βίας. Πώς αλλιώς να χαρακτηρίσω αυτά που ακούστηκαν στην αρμόδια επιτροπή της Βουλής από τον Πρύτανη του Πανεπιστημίου Κρήτης ότι πολλές φορές κλείνουν πανεπιστήμια και εργαστήρια, γιατί κάποιες θορυβώδεις μειοψηφίες κρίνουν ότι η μία ή η άλλη απόφαση της Συγκλήτου ή του Πρύτανη είναι αντίθετη προς αυτό που είναι η ιδεολογική τους καθαρότητα. Αυτό για μένα είναι ιδεολογική τρομοκρατία. Αυτό είναι μια βαθύτατη συντηρητική αντίληψη ορισμένων αυτοπροσδιορισμένων ως προοδευτικών, η οποία πραγματικά πηγαίνει τον τόπο πίσω.
Είναι τόση η επιβολή αυτού του ρεύματος που λέει «Μακριά από την αγορά, μακριά από το σύγχρονο κόσμο, μακριά η έρευνα από τις επιχειρήσεις», ώστε ακόμη και ο συντάκτης της εισηγητικής εκθέσεως του νομοσχεδίου έκρινε σκόπιμο να ορίσει στο σημείο που αναφέρεται στη σύνδεση της έρευνας με την παραγωγή και την αγορά ότι αυτό θα γίνεται μόνο όπου χρειάζεται, ως εάν ήταν αναγκαίο κακό κατά κάποιο τρόπο. Όμως, δεν είναι αναγκαίο κακό. Είναι μια προϋπόθεση για την ποιοτική ανάπτυξη.
Το ίδιο βαθύτατα ιδεολογικό και πολιτικό ζήτημα υποκρύπτεται στα όσα ακούστηκαν γύρω από την αριστεία –έννοια που αναδεικνύεται σε αυτό το σχέδιο νόμου- και την αξιολόγηση. Υπάρχουν τάσεις πολιτικές και ιδεολογικές στον τόπο μας που αντιτίθενται στην έννοια της αριστείας και της αξιολόγησης. Αυτό είναι μια βαθιά συντηρητική άποψη, μια άποψη που δεν επιτρέπει την πραγματική πρόοδο του τόπου. Και αυτό, γιατί, κατ’ αρχήν, δεν έχει υπάρξει μέχρι σήμερα οργανωμένη κοινωνία, χωρίς την έννοια της αξιολόγησης. Δεν υπάρχει μια κοινωνία που να μην ανταμείβει με κάποιο τρόπο αυτούς οι οποίοι πρωτεύουν σε κάθε τομέα.
Και λέω ότι είναι μια βαθιά συντηρητική άποψη η κριτική απέναντι στην εισαγόμενη έννοια της αξιολόγησης και της αριστείας, γιατί αν δεν έχουμε αξιολόγηση, αν δεν επιβραβεύεται η αριστεία, τότε όποιος βρέθηκε μια φορά να κατέχει μια θέση –είτε είναι ερευνητής σε αυτά που συζητούμε σήμερα είτε ανώτατος λειτουργός είτε είναι εκπαιδευτικός και δημόσιος υπάλληλος, μια και η αξιολόγηση και η αριστεία πρέπει να υπάρχει σε όλους τους τομείς της δημόσιας ζωής- αν δεν υπάρχει αξιολόγηση, αν δεν επιβραβεύεται η αριστεία, αυτός θα βρίσκεται για πάντα σε αυτή τη θέση, αποτρέποντας, απαγορεύοντας σε κάποιον νεότερο και πιθανώς καλύτερο να δοκιμάσει τις δυνάμεις του.

Πιστεύω, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, ότι το σχέδιο νόμου κινείται στη σωστή κατεύθυνση. Βρίσκω απαραίτητο να υπάρξουν πρόσθετα κίνητρα για την πραγματική ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας που προκύπτει από την έρευνα και την καινοτομία. Δεν πρέπει αυτά να είναι χρηματοδότηση από το κράτος και σπεύδω εδώ να διευκρινίσω ότι πολύ ορθώς το σχέδιο νόμου δίνει πρώτα έμφαση στη βασική έρευνα, στην έρευνα που γίνεται αφεαυτής ως αυτοσκοπός -η γνώση για τη γνώση- γιατί αυτή η έρευνα είναι, επίσης, απαραίτητη στην κοινωνία μας και δεν μπορεί να χρηματοδοτηθεί παρά μόνο από το κράτος.
Όμως, για να ενισχύσουμε την εφαρμοσμένη έρευνα και να συνδέσουμε την έρευνα με την αγορά και την ανταγωνιστικότητα, ούτως ώστε να δημιουργούνται θέσεις εργασίας και ευημερίας, θα πρέπει να δημιουργηθούν τέτοιες υποδομές –αυτή είναι η δουλειά του κράτους- ώστε να είναι ευκολότερο στις επιχειρήσεις να αναπτύσσουν και να παράγουν καινοτομία σε συνεργασία με τους ερευνητές. Τέτοια κίνητρα μπορεί να είναι φορολογικά, κίνητρα σε σχέση με αξιοποίηση της δημόσιας γης που υπάρχει στον τόπο μας και που θα μπορούσε κάλλιστα να είναι ένα πρόσθετο κίνητρο η παραχώρησή της σε εταιρείες ή σε ερευνητές, για να εγκατασταθούν. Έτσι μόνο θα μπορέσουμε να προσελκύσουμε τα μυαλά που είναι η πρώτη ύλη για την οικονομία της γνώσης.

Έχουμε ομογενείς επιστήμονες-ερευνητές πολύ σημαντικούς στο εξωτερικό. Είναι πολύ θετικό ότι το σχέδιο νόμου προβλέπει κίνητρα για τη μετεγκατάστασή τους στον τόπο μας, ούτως ώστε κάποτε να πάψουμε να βλέπουμε αυτούς τους ανθρώπους να έρχονται μόνο τα καλοκαίρια στον τόπο τους και αργότερα, όταν θα πάρουν σύνταξη.

Κυρίες και κύριο συνάδελφοι, πιστεύω ότι θα πρέπει να τοποθετηθούμε απέναντι στα ζητήματα που θέτει αυτό το σχέδιο νόμου με υπευθυνότητα και να ενισχύσουμε όλοι μαζί την προσπάθεια να αποκτήσει ο τόπος μας προοπτικές και προϋποθέσεις ποιοτικής ανάπτυξης.
Σας ευχαριστώ.