OMIΛΙΑ ΤΟΥ ΜΑΝΟΥΣΟΥ ΒΟΛΟΥΔΑΚΗ ΣΤΗΝ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ ΤΗΣ ΒΟΥΛΗΣ ΣΤΑ ΠΛΑΙΣΙΑ ΤΗΣ ΣΥΖΗΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΥΡΩΣΗ ΤΗΣ ΣΥΝΘΗΚΗΣ ΤΗΣ ΛΙΣΣΑΒΩΝΑΣ,11 Ιουνίου 2008
ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΥΣΑ (Βέρα Νικολαΐδου): Ο κ. Μανούσος-Κωνσταντίνος Βολουδάκης, Βουλευτής της Νέας Δημοκρατίας, έχει το λόγο.
ΜΑΝΟΥΣΟΣ-ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΒΟΛΟΥΔΑΚΗΣ: Ευχαριστώ, κυρία Πρόεδρε.
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, η πλειοψηφία του ελληνικού λαού, όπως εκφράζεται και στις έρευνες της κοινής γνώμης αλλά και μέσα από τις θέσεις, τις οποίες τα δύο μεγαλύτερα Κόμματα έχουν λάβει, σε σχέση με την Ευρωπαϊκή Ένωση γενικότερα, είναι ξεκάθαρα υπέρ της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Από εκεί και πέρα, είναι υποχρέωση δική μας να ξεκαθαρίσουμε ποια είναι ακριβώς αυτή η Ευρωπαϊκή Ένωση, ποια είναι η πορεία που έχουμε στο νου μας για το μέλλον και αυτό γιατί, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, όλοι ξέρουμε ότι οι πολίτες στην πραγματικότητα δεν γνωρίζουν ούτε τις λεπτομέρειες, ούτε καν –θα έλεγα- και τις αδρές γραμμές, ούτε τι θα ψηφίσουμε, ούτε –αν θέλετε- πού πηγαίνουμε αύριο.
Ακούστηκε και από τα δύο μεγάλα Κόμματα ότι με τη Συνθήκη της Λισσαβόνας γίνεται ένα θετικό βήμα. Συμφωνώ κι εγώ με αυτή την άποψη. Ορισμένοι συμπληρώνουν ότι είναι ένα βήμα, αλλά όχι ένα άλμα.
Προσωπικά, προτιμώ που δεν γίνεται το άλμα, γιατί το άλμα, το οποίο αρκετοί συνάδελφοι έχουν κατά νου, όταν τοποθετούνται έτσι, αφορά μια ομοσπονδιακή συγκρότηση της Ευρώπης, μια κατάργηση των κρατικών υποστάσεων και ενσωμάτωσή τους σε ένα μεγάλο ενιαίο κράτος, πράγμα που πιστεύω ότι δεν είναι το ζητούμενο αυτή τη στιγμή, δεν είναι σωστό –κατά την άποψή μου- και θα έπρεπε και διαφορετικά να προσεγγιστεί και από πλευράς διαδικασίας πολιτικής και διαβούλευσης.
Άρα, λοιπόν, συνολικά είναι μια θετική κίνηση η Συνθήκη της Λισσαβόνας, κυρίως –κατά την άποψή μου- για δύο λόγους:
Πρώτον, εισαγάγει ρυθμίσεις, με τις οποίες περιορίζεται αυτό το διαβόητο δημοκρατικό έλλειμμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αποκτούν μεγαλύτερη ισχύ οι δημοκρατικοί θεσμοί της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το Ευρωκοινοβούλιο, τα Εθνικά Κοινοβούλια, ακόμα και οι πολίτες που μπορούν –ένα εκατομμύριο πολίτες- συλλέγοντας υπογραφές να προτείνουν νομοθετικές ρυθμίσεις.
Δεύτερον, είναι ένα ακόμα θετικό βήμα γιατί εισαγάγει στη φιλοσοφία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και στη λειτουργία της την κοινωνική διάσταση, την κοινωνική διάσταση της οικονομίας, κάτι που μπορεί να αποτελέσει ένα βήμα για να προσαρμόσουμε την ελεύθερη αγορά, μέσα στην οποία ζούμε –και οι περισσότεροι από εμάς θέλουμε να ζούμε- στις συνθήκες που έχουν διαμορφωθεί σήμερα. Γιατί η ελεύθερη αγορά μπορεί να είναι το καλύτερο –κατά την άποψή μου- σύστημα για να λειτουργήσει μια οικονομία, δεν είναι όμως ούτε θεόσταλτο, ούτε άριστο, ούτε είναι κάτι που δεν επιδέχεται βελτιώσεις.
Πρέπει να πω ότι η ίδια η Ευρωπαϊκή Ένωση τελευταία, σε μια κίνηση που δεν έγινε και πολύ γνωστή, δείχνει ότι μπορεί να προσεγγίζει το ζήτημα της αγοράς με τρόπο όχι δογματικό.
Πέρυσι, το 2007, η Ευρωπαϊκή Ένωση με Κανονισμό όρισε τις τιμές εταιρειών κινητής τηλεφωνίας για τις υπηρεσίες περιαγωγής. Ήταν κάτι που μοιάζει τελείως έξω από τη φιλοσοφία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ήταν όμως κάτι επιβεβλημένο και αντίστοιχες επιβεβλημένες κινήσεις μπορεί –και πρέπει- να υπάρξουν στο μέλλον, κινήσεις που θα διορθώσουν τα προβλήματα που η διεθνής οικονομική κρίση έχει δημιουργήσει στη λειτουργία της αγοράς και που θα επιτρέψουν να υπάρξει κοινωνική συνοχή στην Ευρώπη και θα επιτρέψουν στους οικονομικά ασθενέστερους να ζήσουν με αξιοπρέπεια.
Ακόμα, προστίθεται στη φιλοσοφία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μέσα από τη Συνθήκη αυτή, μια ειδική αναφορά και μέριμνα για τις νησιωτικές και ορεινές περιοχές. Σκεφτείτε τι μπορούμε να κάνουμε συνδυάζοντας τη φιλοσοφία και το παράδειγμα που ανέφερα πριν, με την καινούργια βάση για την ενίσχυση της εδαφικής συνοχής της Ένωσης, για τη δυνατότητα ενίσχυσης των νησιωτικών και ορεινών περιοχών που τόσο πολύ αφορούν την πατρίδα μας.
Σε συνθήκες πετρελαϊκής κρίσης, σε συνθήκες που το κόστος μεταφοράς κάνει –σε πολλές περιπτώσεις- πολύ δύσκολη τη ζωή και την οικονομική δραστηριότητα στα νησιά, θα μπορούσε μια συντονισμένη κίνηση από πολλές χώρες της Ευρώπης –από Κοινοβούλια πιθανώς- να οδηγήσει σε μια επιδότηση των μεταφορών, ούτως ώστε να μπορέσει να γίνει η οικονομική δραστηριότητα και η ζωή στα νησιά εφικτή ακόμα και σ’ αυτές τις συνθήκες. Το αναφέρω ως ένα παράδειγμα.
Όμως, δεν είναι όλα μόνο θετικά. Θέλω να επισημάνω ιδιαίτερα, στον ελάχιστο χρόνο που έχω, ένα σημείο που θέλει προσοχή στο μέλλον. Μέρος του εκδημοκρατισμού –αν θέλετε- της λειτουργίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι και η υπαγωγή όλων των δαπανών του προϋπολογισμού στον έλεγχο του Κοινοβουλίου και πολύ σωστά.
Αυτό όμως για εμάς ενέχει και έναν πιθανό κίνδυνο για το μέλλον. Υπάγονται πλέον στον έλεγχο του Ευρωκοινοβουλίου όλες οι δαπάνες, άρα και οι δαπάνες της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής. Μέχρι σήμερα η γενική δομή των δαπανών αυτών αποφασιζόταν στο Συμβούλιο των Υπουργών. Μια μικρή χώρα σαν τη δική μας στο Συμβούλιο των Υπουργών είχε μεγαλύτερο βάρος απ’ ό,τι της αναλογεί από τον πληθυσμό.
Τώρα, με το Ευρωκοινοβούλιο, οι μεγάλες χώρες, οι μεγάλοι πληθυσμοί που δεν ενδιαφέρονται βέβαια για τα μεσογειακά δικά μας προϊόντα, αλλά για τα προϊόντα των βορείων χωρών, μπορεί να έχουν μια καθοριστική επίδραση στην αγροτική πολιτική που πρέπει να τη λάβουμε υπ’ όψιν μας.
Παρόλα αυτά, συνολικά, δεν χωρεί για εμένα καμία αμφιβολία ότι η Συνθήκη τη Λισσαβόνας είναι ένα θετικό βήμα, ένα βήμα που μπορεί να επιτρέψει στους λαούς της Ευρώπης να διαμορφώσουν την Ευρώπη έτσι που να είναι ένας χώρος ευημερίας, ένας χώρος συνεργασίας των λαών και ένας χώρος, παράλληλα, στον οποίο οι λαοί θα διατηρούν την εθνική τους ταυτότητα, θα διατηρούν την ιδιαιτερότητά τους, μια που δεν πήγαμε –και καλώς δεν πήγαμε, κατά την άποψή μου- σε μια ομοσπονδιακή δομή, σε μια δομή ενός νέου κράτους.
Σας ευχαριστώ πολύ.
(Χειροκροτήματα από την πτέρυγα της Νέας Δημοκρατίας)