Νέος νόμος για τις “Εταιρίες ενημέρωσης οφειλετών για ληξιπρόθεσμες απαιτήσεις”

ΟΜΙΛΙΑ ΤΟΥ ΒΟΥΛΕΥΤΗ ΧΑΝΙΩΝ ΜΑΝΟΥΣΟΥ ΒΟΛΟΥΔΑΚΗ ΣΤΗΝ ΒΟΥΛΗ ΣΤΑ ΠΛΑΙΣΙΑ ΤΗΣ ΣΥΖΗΤΗΣΗΣ ΤΟΥ ΣΧΕΔΙΟΥ ΝΟΜΟΥ
«Εταιρείες Ενημέρωσης οφειλετών για ληξιπρόθεσμες απαιτήσεις»
30/3/09

ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΥΣΑ (Έλσα Παπαδημητρίου): Ο κ. Βολουδάκης έχει το λόγο.
ΜΑΝΟΥΣΟΣ ΒΟΛΟΥΔΑΚΗΣ: Ευχαριστώ, κυρία Πρόεδρε.
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, πριν μπούμε στην ουσία του σχεδίου νόμου που συζητούμε απόψε, είναι χρήσιμο να δούμε σε ποιο γενικό περιβάλλον έρχεται η ρύθμιση αυτή.
Η απελευθέρωση των αγορών της τελευταίας 20ετίας έφερε μία ραγδαία επέκταση της καταναλωτικής πίστης. Οι γρήγοροι ρυθμοί ανάπτυξης της οικονομίας τόσο στην πατρίδα μας όσο και διεθνώς, συνοδεύτηκαν από ακόμα γρηγορότερους ρυθμούς επέκτασης των δανείων κάθε μορφής και βέβαια και των καταναλωτικών δανείων.
Από 5% περίπου του Ακαθαρίστου Εγχωρίου Προϊόντος το 2000 τα καταναλωτικά δάνεια στην πατρίδα μας –ανεβαίνοντας χρόνο με το χρόνο- έφτασαν στο 16% περίπου του Ακαθαρίστου Εγχωρίου Προϊόντος το 2008. Έφτασαν, δηλαδή, ουσιαστικά σχεδόν στο μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Αντίστοιχη εικόνα παρουσίασαν ως προς το ρυθμό της αύξησης και τα στεγαστικά δάνεια, φέρνοντας τη συνολική δανειακή επιβάρυνση των νοικοκυριών στο 51% του Ακαθαρίστου Εγχωρίου Προϊόντος.
Και βέβαια, το συνολικό ύψος του χρέους των νοικοκυριών είναι στην πραγματικότητα υψηλότερο, καθώς συμπεριλαμβάνει και διαφόρων ειδών συμβάσεις με πληρωμές, με δόσεις για αγορές προϊόντων ή υπηρεσιών, τις οποίες τα νοικοκυριά έχουν συνάψει με επιχειρήσεις εκτός του τραπεζικού τομέα.
Στον τόπο μας η καταναλωτική πίστη δεν είχε μακρά παράδοση. Οι Έλληνες δεν ήμασταν, μέχρι πρόσφατα, συνηθισμένοι να μας παίρνουν τηλέφωνο οι τράπεζες και να ζητούν να μας δώσουν δάνεια ή πιστωτικές κάρτες. Πολλοί παρασύρθηκαν και υπερχρεώθηκαν με αρνητικές συνέπειες τόσο για τους ίδιους όσο και για το χρηματοπιστωτικό σύστημα συνολικά.
Και βέβαια, για να λέμε και την αλήθεια, ευθύνη γι’ αυτό έχουν και οι δανειστές και οι δανειζόμενοι.
Το τοπίο γίνεται ακόμα πιο σύνθετο αν δει κανείς το γεγονός ότι εδώ και 10ετίες η τραπεζική αγορά στην Ελλάδα λειτουργεί με μία δομή ολιγοπωλιακή εκ των πραγμάτων. Μπορεί να είναι πολλές οι τράπεζες για το μέγεθος της οικονομίας μας, όμως οι μεγάλες και ισχυρές, που διαμορφώνουν τις γενικές συνθήκες, είναι λίγες και λειτουργούν με τη δομή αυτή.
Ίσως είναι αποτέλεσμα αυτής της δομής της αγοράς το γεγονός ότι για 10ετίες στην πατρίδα μας το περιθώριο μεταξύ επιτοκίων καταθέσεων και χορηγήσεων ήταν μεγαλύτερο από το μέσο όρο της Ευρώπης, πράγμα που ισχύει σε ένα βαθμό και σήμερα, έστω κι αν έχει μειωθεί πολύ η διαφορά.
Το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με το υψηλό δημόσιο χρέος, με τους υψηλούς ρυθμούς πληθωρισμού τα προηγούμενα χρόνια, οδήγησε, στο μεγαλύτερο διάστημα των τελευταίων 10ετίων, σε πολύ υψηλά πραγματικά επιτόκια στον τόπο μας.
Αποτέλεσμα, ακόμα, αυτής της ίδιας δομής της τραπεζικής αγοράς ήταν και το γεγονός ότι στην Ελλάδα έχουμε πολλά περιστατικά επιβολής καταχρηστικών όρων από τις τράπεζες στους πελάτες τους, όρων που σε αρκετές περιπτώσεις έχουν κριθεί καταχρηστικοί από αποφάσεις δικαστηρίων ως και από τον Άρειο Πάγο, συχνά όροι που αφορούν τα ονομαζόμενα ψηλά γράμματα στις δανειακές συμβάσεις.
Η Κυβέρνηση, όσον αφορά αυτή την κατάσταση, από το 2004 και μετά ήρθε να λάβει ορισμένα μέτρα τόσο διοικητικού χαρακτήρα όσο και νομοθετικού, όπως αυτό που συζητούμε σήμερα.
Να δούμε πολύ σύντομα τα διοικητικά. Από το 2004 και μετά για πρώτη φορά επεβλήθησαν πρόστιμα στις τράπεζες για αθέμιτες πρακτικές. Πρώτη φορά επί Υπουργίας στο Υπουργείο Ανάπτυξης του σημερινού Προέδρου της Βουλής, του Δημήτρη Σιούφα, με Υφυπουργό, αρμόδιο για τα θέματα αυτά, το Γιάννη Παπαθανασίου, αλλά και στη συνέχεια με τις μετέπειτα ηγεσίες του Υπουργείου Ανάπτυξης και με τον παριστάμενο Υφυπουργό, τον κ. Βλάχο, επεβλήθησαν πρόστιμα που ξεπέρασαν τα 16.000.000. Υπολογίζω, κύριε Υπουργέ, και πρόστιμο που σήμερα διαβάσαμε ότι επιβάλλατε ύψους 1.000.000 ευρώ.
Πρόκειται για πρόστιμα που επιβάλλονται για καταχρηστικές πρακτικές, που κρίνονται ως τέτοιες από αποφάσεις του Αρείου Πάγου. Και ελπίζω, κύριε Υπουργέ, ότι θα αναλάβουμε και νομοθετική πρωτοβουλία, μόλις λήξει και η εκκρεμότητα που ξέρω ότι έχει η πολιτεία με το Συμβούλιο της Επικρατείας, ώστε να λήξει η εκκρεμότητα και να είναι ξεκάθαρο ότι αυτοί οι όροι είναι καταχρηστικοί για όλους και όχι μόνο για τους διαδίκους στις υποθέσεις οι οποίες κρίθηκαν από τον Άρειο Πάγο.
Μέσα, λοιπόν, σ’ αυτό το περιβάλλον που διαμορφώθηκε τις τελευταίες δεκαετίες, ήρθε να προστεθεί ένα ακόμα βάρος στους καταναλωτές, στους δανειολήπτες ή τους οφειλέτες, μια που το ζήτημα όπως είπαμε δεν αφορά μόνο τράπεζες και τραπεζικά χρέη. Το βάρος αυτό ήταν οι ονομαζόμενες εισπρακτικές εταιρείες, εταιρείες οι οποίες ήρθαν να διεκπεραιώσουν εκ μέρους των δανειστών, είτε ήταν τράπεζες είτε εταιρείες που πουλούσαν προϊόντα και υπηρεσίες με δόσεις, την είσπραξη των ληξιπροθέσμων οφειλών προς τις εταιρείες αυτές, δηλαδή προς τις τράπεζες ή τις εταιρείες που πουλάνε με δόσεις. Πολλές από τις ονομαζόμενες εισπρακτικές εταιρείες κινήθηκαν στα όρια ή και πολύ έξω από τα όρια της νομιμότητας. Είδαν το φως της δημοσιότητας πολλές καταγγελίες για απειλές, για διαρκείς οχλήσεις, για κατ’ οίκον επισκέψεις, οι οποίες ήταν εννοείται απρόσκλητες, στελεχών των εισπρακτικών εταιρειών που επισκέπτονταν τους οφειλέτες για να επιβάλλουν την είσπραξη των ληξιπροθέσμων, προσπαθώντας ουσιαστικά να εκφοβίσουν τον οφειλέτη, τον ευρισκόμενο σε δύσκολη οικονομική θέση για να εισπράξουν τα οφειλόμενα.
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, επρόκειτο για μια επιχείρηση πειθούς στην οποία προέβαιναν οι επιχειρήσεις αυτές –και προβαίνουν μέχρι να θεσπίσουμε με νόμο τις διατάξεις που από σήμερα συζητούμε- η οποία συχνά όπως καταγγέλλουν καταναλωτικές οργανώσεις έφθανε μέχρι το να χρησιμοποιεί ως μέσο την ψυχολογική βία και την παραπλάνηση του οφειλέτη με ανθρώπους, στελέχη των εισπρακτικών εταιρειών που παρουσιάζονταν για παράδειγμα ακόμα και ως δικαστικοί επιμελητές. Εύκολα μπορεί κανείς να υποθέσει ότι μεγάλες και σοβαρές εταιρείες δεν μπορούσαν και δεν ήθελαν να προβούν οι ίδιες σε τέτοιες ενέργειες, είτε ήταν τράπεζες είτε άλλες μεγάλες εταιρείες. Μπορούσαν όμως να χρησιμοποιήσουν τις υπηρεσίες τρίτων για να κάνουν τη δουλειά αυτή έναντι κάποιου τιμήματος. Και βέβαια κάποιοι από αυτούς τους εργολάβους των δανειστών είχαν κάθε λόγο να εξαντλούν τα μέσα που είχαν στη διάθεσή τους χωρίς να νοιάζονται ιδιαίτερα για την τήρηση του νόμου, δεδομένου μάλιστα του θεσμικού κενού, το οποίο ερχόμαστε να καλύψουμε με το σημερινό σχέδιο νόμου και χωρίς να νοιάζονται για τη δική τους φήμη και το δικό τους όνομα, μια που ίσως όσο χειρότερο όνομα είχαν και όσο σκοτεινότερη φήμη, τόσο αποτελεσματικότεροι ήταν στη δουλειά αυτή που συχνά άγγιζε τα όρια του εκφοβισμού του οφειλέτη.
Με το σχέδιο νόμου που συζητούμε από σήμερα επιχειρείται να μπει μία τάξη στην κατάσταση που περιγράφηκε πρωτύτερα και να προστατευθεί ο καταναλωτής, ο δανειολήπτης, ο οφειλέτης γενικά, αυτός που κατά κανόνα είναι και το πιο αδύναμο μέρος στις συμβάσεις αυτού του είδους.
Ας δούμε τώρα ποια είναι η ουσία του σχεδίου νόμου αυτού. Μέσα στις γενικές του αρχές πιο βασική είναι ότι οι εταιρείες που μέχρι σήμερα ονομάζονταν εισπρακτικές δεν έχουν πλέον το δικαίωμα να προβαίνουν σε είσπραξη ληξιπροθέσμων οφειλών. Αυτή είναι η πιο σύντομη περίληψη που μπορεί να κάνει κανείς σ’ αυτό το σχέδιο νόμου που βέβαια έχει και πολλές άλλες ρυθμίσεις. Παύει έτσι να υφίσταται η γενεσιουργός αιτία των καταστάσεων ασκήσεως ψυχολογικής βίας ή παραπλάνησης του οφειλέτη, του καταναλωτή για τις οποίες μίλησα νωρίτερα. Κανείς δεν θα μπορεί πλέον να του χτυπά νύχτα την πόρτα ή να τον αναζητά σε τηλέφωνα συγγενών, όπως μάθαμε ότι συμβαίνει, ή σε σπίτια συγγενών για να εισπράξει τα ληξιπρόθεσμα. Αν κάποια επιχείρηση έχει να εισπράξει ληξιπρόθεσμες οφειλές για προϊόντα ή υπηρεσίες που πούλησε, ας τις εισπράξει μόνη της. Εάν δεν μπορεί, ας προσφύγει στα δικαστήρια. Αν το κάνει μόνη της, θα το κάνει προφανώς στα πλαίσια της ευπρέπειας και της τήρησης του νόμου που της επιβάλλει η ίδια η διαφύλαξη του δικού της ονόματος. Δεν θα μπορεί στο εξής καμία τράπεζα ή άλλη επιχείρηση από αυτές που έχουν να εισπράξουν τέτοιου είδους ληξιπρόθεσμες οφειλές να κρύβεται πίσω από κάποιον ο οποίος εξ ονόματός της θα χρησιμοποιεί σκοτεινά μέσα για να εισπράξει ληξιπρόθεσμες οφειλές.
Τι θα κάνουν λοιπόν αυτές οι εταιρείες; Αυτές οι εταιρείες θα μπορούν στο εξής μόνο να ενημερώνουν τον οφειλέτη για τις ληξιπρόθεσμες οφειλές του ή να προβαίνουν με τη συναίνεσή του σε διακανονισμό ή ρύθμιση του χρέους. Έχει ιδιαίτερη σημασία να τονίσουμε ότι στις γενικές αρχές του σχεδίου νόμου συμπεριλαμβάνεται και ρητή απαγόρευση να γίνεται ενημέρωση για χρέος που προκύπτει από τις χρεώσεις που έχουν κριθεί ήδη ως καταχρηστικές. Έρχεται η ρύθμιση αυτή να συμπληρώσει και να ενισχύσει τη διοικητική πρακτική των προστίμων, στα οποία αναφέρθηκα νωρίτερα, εν αναμονή ελπίζω, κύριε Υπουργέ και τελικής νομοθετικής ρύθμισης για το ζήτημα αυτό.
Το σχέδιο νόμου αυτό επιβάλλει και μια σειρά από ιδιαίτερα σημαντικές ειδικές υποχρεώσεις στις εταιρείες, που είναι αυτές που θα διασφαλίσουν την αγορά από τις νοσηρές καταστάσεις που περιέγραψα νωρίτερα. Θα αναφέρω μερικές από τις βασικές αυτές ρυθμίσεις με τη σειρά που παρουσιάζονται στο κείμενο. Θα μιλήσουμε διεξοδικότερα γι’ αυτές στην επί των άρθρων συζήτηση του νομοσχεδίου.
Με το σχέδιο νόμου, λοιπόν, ορίζονται οι βασικές προϋποθέσεις λειτουργίας των εταιρειών ενημέρωσης των οφειλετών, οι οποίες οφείλουν πλέον να έχουν ένα μίνιμουμ υλικοτεχνικής υποδομής, ένα μίνιμουμ προϋποθέσεων ειδικευμένου προσωπικού που θα εκπαιδεύεται μάλιστα σχετικά.
Ορίζεται ακόμα ότι οι επιχειρήσεις αυτές κατά την εκτέλεση των εργασιών τους οφείλουν να αποκαλύπτουν πλήρως την ταυτότητά τους στον οφειλέτη με ξεκάθαρους αριθμούς τηλεφώνου χωρίς απόκρυψη, με πλήρη στοιχεία όταν υπάρχει γραπτή επικοινωνία, με εμπορικές επωνυμίες και όλα τα στοιχεία ταυτότητας της επιχείρησης, να δίνουν πλήρη στοιχεία για τις χρεώσεις τις συνολικές εφόσον το ζητά ο οφειλέτης.
Το σχέδιο νόμου συμπεριλαμβάνει ακόμα μία εξαντλητική λίστα αθέμιτων πρακτικών που απαγορεύονται, για να ξέρουμε γιατί μιλάμε.
Συμπεριλαμβάνει επίσης και μερικά αυτονόητα. Εν πάση περιπτώσει είναι καλό ότι τα βασικά μπαίνουν σε ένα κείμενο, το οποίο μας λέει σαφώς και ρητώς τι απαγορεύεται.
Ορίζεται ακόμα ότι οι εταιρείες αυτές δεν μπορούν να αναλαμβάνουν εργασίες τις οποίες κάνουν αποκλειστικά δικηγόροι και δικαστικοί επιμελητές όπως είναι οι έρευνες σε υποθηκοφυλακεία ή κτηματολόγια. Ορίζεται ότι δεν έχουν πρόσβαση οι εταιρείες αυτές στον ΤΕΙΡΕΣΙΑ. Ορίζεται κάτι ιδιαίτερα σημαντικό, ότι λειτουργούν μόνο εάν και εφόσον είναι καταγεγραμμένες σε ειδικό μητρώο το οποίο θα τηρείται στη Γενική Γραμματεία Καταναλωτή του Υπουργείου Ανάπτυξης. Ορίζεται ακόμα το αυτονόητο –αλλά καλό είναι μερικές φορές να ορίζονται και τα αυτονόητα- ότι οι εταιρείες αυτές οφείλουν να σέβονται το απόρρητο και τη νομοθεσία για τα προσωπικά δεδομένα.
Ακόμη ορίζονται τα σχετικά με την καταγραφή των συνδιαλέξεων όταν γίνεται διακανονισμός. Θα πρόσθετα εδώ, κύριε Υπουργέ, γιατί να μη μπει μία ρύθμιση που να επιβάλλει την καταγραφή σε κάθε περίπτωση ώστε να γνωρίζουμε με ποιον τρόπο ακριβώς οι εταιρείες αυτές κάνουν τη δουλειά αυτή.
Αυτό που έχει πολύ μεγάλη σημασία είναι ότι θεσπίζεται ρητώς ότι μόνο αυτές οι εταιρείες, όσες είναι καταγεγραμμένες στο μητρώο αυτό, μόνο όσες τηρούν τις προϋποθέσεις που προανέφερα, μόνο όσες ασκούν τις εργασίες τους με τον τρόπο που προαναφέρθηκε, μόνο αυτές οι εταιρείες μπορούν να κάνουν αυτή τη δουλειά. Σε διαφορετική περίπτωση, είτε σε περίπτωση που κάποιος άλλος μπαίνει να την κάνει είτε σε περίπτωση που παραβιάζονται κάποιες από τις συγκεκριμένες διατάξεις, σε αυτές τις περιπτώσεις προβλέπονται κυρώσεις έως 500.000 ευρώ. Μάλιστα τα ανώτατα όρια διπλασιάζονται σε περίπτωση υποτροπής.
Ορίζεται ακόμα ότι υπάρχει μία μεταβατική περίοδος δύο μηνών για να μπει σε ισχύ τελικά ο νόμος.
Πιστεύω ότι είναι συνολικά μια ρύθμιση που βάζει τάξη σε ένα χαώδες τοπίο και η οποία θα αποτελέσει μέρος μιας συνολικότερης προσπάθειας να ελέγξουμε την κατάσταση που περιέγραψα στην αρχή της ομιλίας μου σχετικά με το χρηματοπιστωτικό τομέα και με ορισμένα παρακλάδια του χρηματοπιστωτικού τομέα στην πατρίδα μας.
Πιστεύω, κύριε Υπουργέ, ότι θα ήταν σκόπιμο να κάνουμε ακόμα αυστηρότερη τη διατύπωση που είναι σχετική με την απαγόρευση είσπραξης ληξιπροθέσμων οφειλών ορίζοντας ότι αυτό είναι μία απαγόρευση που ισχύει γενικά, δηλαδή ότι δεν μπορεί κάποιος να εκχωρεί σε τρίτους την είσπραξη ληξιπροθέσμων οφειλών. Αυτό για να κλείσουμε ορισμένα παράθυρα, τα οποία ανέφεραν και συνάδελφοι και φορείς κατά τη διαβούλευση και νομίζω ότι θα είχε ιδιαίτερη σημασία να το κάνουμε.
Έχουμε ακόμα, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, αρκετό δρόμο να κάνουμε, για να δημιουργήσουμε περιβάλλον υγιούς ανταγωνισμού στο χώρο αυτό, περιβάλλον στο οποίο με ασφάλεια θα κινείται ο δανειολήπτης ή ο οφειλέτης, ο καταναλωτής, περιβάλλον το οποίο τελικά θα προωθεί και θα δημιουργεί προϋποθέσεις ευημερίας και ανάπτυξης. Έχουμε δρόμο να κάνουμε, αλλά έχουν γίνει ορισμένα πολύ σημαντικά πρώτα βήματα, όπως είναι και τα διοικητικά βήματα που ανέφερα, τα σχετικά με τα πρόστιμα, όπως είναι και οι νομοθετικές πρωτοβουλίες όπως η σημερινή.
Κλείνοντας, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, επιτρέψτε μου να κάνω μία πολύ σύντομη αναφορά στο ζήτημα της εισοδηματικής πολιτικής, που με τροπολογία έρχεται για συζήτηση μαζί με το σχέδιο νόμου. Ζούμε σε συνθήκες οικονομικής κρίσης. Αυτό το γνωρίζουν οι πάντες. Ζούμε σε συνθήκες έκτακτες, που επιβάλλουν προφανώς και την επιβολή εκτάκτων μέτρων. Πιστεύω ότι θα συζητήσουμε και αναλυτικότερα το θέμα κατά τη συζήτηση των τροπολογιών. Ένα μόνο σημείο θα ήθελα να αναφέρω, ιδιαίτερα σημαντικό κατά την άποψή μου. Πρέπει να δούμε ότι με την εισοδηματική πολιτική που κατατέθηκε, με το έκτακτο επίδομα σε χαμηλόμισθους και χαμηλοσυνταξιούχους, επιτυγχάνεται γι’ αυτούς μεγαλύτερη ποσοστιαία αύξηση απ’ αυτήν που θα επιτυγχάνονταν με μία κλασική εισοδηματική πολιτική. Αυτό πιστεύω ότι είναι κάτι που είναι απαραίτητο και πρέπει να το δούμε και να το επεκτείνουμε, στο μέτρο που οι αντοχές της οικονομίας επιτρέπουν, γιατί επιβάλλεται όχι μόνο για λόγους κοινωνικής δικαιοσύνης, αλλά γιατί η βελτίωση των συνθηκών της εισοδηματικής ανισότητας είναι και ουσιώδης προϋπόθεση για την οικονομική ανάκαμψη.
Αυτές οι σχετικές ρυθμίσεις στην εισοδηματική πολιτική είναι, κατά την άποψή μου, πολύ θετικές. Θα πρέπει να συμπληρωθούν και από άλλα μέτρα και θα συζητήσουμε αναλυτικότερα γι’ αυτά στη συνέχεια. Σε γενικές γραμμές, όμως, ας τονίσουμε τη διάσταση αυτή, της εισοδηματικής πολιτικής, και ας μη μείνουμε μόνο στην πολύ στείρα διαπραγμάτευση γύρω από ποσοστά και υποδιαστολές. Οι οικονομικές συνθήκες, στις οποίες ζούμε, επιβάλλουν σε όλους μας υπευθυνότητα, επιβάλλουν να δούμε τα ζητήματα και αναλυτικά, αλλά και μακριά από αγκυλώσεις του παρελθόντος.
Σας ευχαριστώ πολύ.
(Χειροκροτήματα από την πτέρυγα της Νέας Δημοκρατίας)