Δικαιώματα Καταναλωτή

ΒΟΥΛΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ
ΤΜΗΜΑ ΔΙΑΚΟΠΗΣ ΤΩΝ ΕΡΓΑΣΙΩΝ ΤΗΣ ΒΟΥΛΗΣ
ΔΙΑΡΚΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ ΚΑΙ ΕΜΠΟΡΙΟΥ
ΚΑΙ ΕΙΔΙΚΗ ΜΟΝΙΜΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΥΠΟΘΕΣΕΩΝ

Θέμα ημερησίας διάταξης:
«Εξέταση της Πρότασης Οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τα Δικαιώματα των Καταναλωτών (COM (2008) 614 τελικό)»

ΕΛΣΑ ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ(Προεδρεύουσα των Επιτροπών- Β΄ Αντιπρόεδρος της Βουλής): Το λόγο έχει ο κ. Βολουδάκης.
ΜΑΝΟΥΣΟΣ ΒΟΛΟΥΔΑΚΗΣ(Εισηγητής): Κυρία Πρόεδρε, σας ευχαριστώ ιδιαιτέρως για τα πολύ τιμητικά για μένα λόγια σας στην αρχή της συνεδρίασης. Η σημερινή συνεδρίαση είναι πράγματι η ολοκλήρωση μιας προσπάθειας, που έχει ξεκινήσει εδώ και αρκετούς μήνες, με ενδιάμεσο σταθμό την κοινή συνεδρίαση του Ευρωκοινοβουλίου με αντιπροσωπείες των εθνικών κοινοβουλίων τον Απρίλιο, όπου είχα την ευκαιρία να εκφράσω εκ μέρους των Επιτροπών μας, τις θέσεις που και σήμερα θα επαναλάβω περισσότερο επεξεργασμένες ως προς το ζήτημα της επικουρικότητας και της αναλογικότητας.
Είναι δεδομένο ότι το πολυσύνθετο της νομοθεσίας για την προστασία του καταναλωτή σε επίπεδο Ε.Ε. χρειάζεται αναθεώρηση. Είναι γεγονός ότι όταν έχουμε 8 Οδηγίες εν ισχύ, τελικά είναι πολύ πιθανόν και τα δικαιώματα του καταναλωτή να μην προστατεύονται με τον αποτελεσματικότερο τρόπο και η αγορά με την ευρεία της έννοια, να έχει προβλήματα. Ως προς αυτό συμφωνούμε επί της αρχής με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
Από κει και πέρα το σκεπτικό της Επιτροπής σύνταξης της προτάσεως της Οδηγίας, που συζητάμε σήμερα, έχει κατά την άποψή μου βασιστεί μονομερώς στις απόψεις των επιχειρήσεων γύρω από το ζήτημα αυτό. Το κύριο πρόβλημα, το οποίο αντιμετωπίζει η Επιτροπή στο πλέγμα των νομικών διατάξεων που αφορούν την προστασία του καταναλωτή, είναι τα εμπόδια ο κατακερματισμός της νομοθεσίας και η ίδια η νομοθεσία θέτει στην ανάπτυξη του διασυνοριακού εμπορίου. Εδώ θα ήθελα να διευκρινίσω ότι η ανάπτυξη του διασυνοριακού εμπορίου είναι θετικός, επιθυμητός στόχος όχι όμως εις βάρος των δικαιωμάτων του καταναλωτή.
Η εθνική μας νομοθεσία, όπως αναφέρθηκε από τις καταναλωτικές οργανώσεις, είναι σε πολλά σημεία αυστηρότερη από την πρόταση Οδηγίας που συζητούμε. Το ίδιο συμβαίνει και με τις εθνικές νομοθεσίες πολλών κρατών μελών. Πρέπει δε να τονίσουμε – και έχει σημασία να λέγεται – ότι αυτή η νομοθεσία είναι έργο πολλών κυβερνήσεων. Ξεκίνησε από το 1994 με τον νόμο προστασίας του καταναλωτή και έγινε και μια πολύ ουσιώδης αναθεώρηση το 2007, που προσάρμοσε στα δεδομένα της σημερινής εποχής αυτή τη νομοθεσία και φτάσαμε να έχουμε τουλάχιστον σε επίπεδο νομοθεσίας ένα πολύ καλό επίπεδο προστασίας του καταναλωτή, που βέβαια πρέπει να οδηγεί και σε αντίστοιχη διοικητική πρακτική και εφαρμογή στην πράξη.
Βασικό ζήτημα είναι ότι, ενώ η δική μας νομοθεσία καταγράφει εξαντλητικά κάποιες περιπτώσεις καταχρηστικών όρων, οι οποίοι ρητώς και κατηγορηματικώς ορίζονται ως καταχρηστικοί, η οδηγία κάνει ένα διαχωρισμό μεταξύ σημαντικών όρων που ρητώς και κατηγορηματικώς είναι καταχρηστικοί και κάποιων άλλων που επιμέρους κρίνονται καταχρηστικοί. Οι περισσότεροι από τους δικούς μας καταχρηστικούς εμπίπτουν στη δεύτερη κατηγορία, άρα θα είναι αντικείμενο για τα δικαστήρια. Είναι αυτονόητο ότι αυτό σημαίνει χαλάρωση της νομοθεσίας ως προς την προστασία του καταναλωτή και βέβαια και άλλα παραδείγματα που αναφέρθηκαν ειδικότερα ως προς την επιστροφή των ελαττωματικών προϊόντων, όπου σύμφωνα με την Οδηγία τις επιλογές τις έχουν οι έμποροι, ενώ σύμφωνα με τη δική μας νομοθεσία τις έχει ο καταναλωτής για το αν θα ζητήσει αντικατάσταση ή αντιστροφή της πώλησης κ.λπ..
Δεν θα ήθελα να επεκταθώ πολύ περισσότερο στην ίδια τη σύγκριση των νομοθεσιών, γιατί δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι δική μας δουλειά στην Επιτροπή είναι να αποφανθούμε επί της συμβατότητας της προτάσεως Οδηγίας με τις αρχές της επικουρικότητας και της αναλογικότητας. Είναι όμως, απαραίτητη η εισαγωγή που έγινε γύρω από το ποιο σημείο υπερτερεί η δική μας νομοθεσία, διότι το γεγονός ότι η νομοθεσία μας υπερτερεί σε συνδυασμό με το γεγονός ότι η πρόταση Οδηγίας εμπεριέχει την αρχή της πλήρους εναρμόνισης, οδηγεί στην παραβίαση τόσο της επικουρικότητας όσο και της αναλογικότητας.
Η αρχή της επικουρικότητας ορίζει μεταξύ των άλλων ότι η κοινή δράση σε επίπεδο Ε.Ε. θα πρέπει να έχει σαφή πλεονεκτήματα έναντι της δράσης των κρατών μελών. Ναι μεν ότι έχει να κάνει με την αγορά, η δράση της Ε.Ε. φαίνεται να έχει σαφές πλεονέκτημα, όμως στη συγκεκριμένη περίπτωση αυτό δεν ισχύει. Αν η δράση της Ε.Ε. οδηγεί σε περιορισμό του επιπέδου της προστασίας του καταναλωτή σε πολλές χώρες μέσω της αρχής της πλήρους εναρμόνισης, που δεν μας επιτρέπει να βάλουμε αυστηρότερες διατάξεις, τότε δεν έχει πλεονέκτημα η κοινή δράση έναντι της δράσης το κράτους μέλους, άρα δεν γίνεται σεβαστή η αρχή της επικουρικότητας.
Αντίστοιχα δεν είναι συμβατή η πρόταση Οδηγίας με την αρχή της αναλογικότητας, διότι για να πετύχει το στόχο της διευκόλυνσης του διασυνοριακού εμπορίου χρησιμοποιεί ένα μέσον, το οποίο επιβάλλει στην Ε.Ε. και στην κάθε χώρα χωριστά ένα κόστος, το κόστος του περιορισμού των δικαιωμάτων του καταναλωτή. Το κόστος αυτό δεν μπορεί να προσδιοριστεί και να εκτιμηθεί. Άρα, δεν μπορεί και να αποδειχθεί ότι το επιδιωκόμενο όφελος είναι αρκετά μεγάλο ώστε να δικαιολογεί το κόστος. Άρα και η αρχή της αναλογικότητας παραβιάζεται από αυτή την πρόταση Οδηγίας.
Για τους λόγους αυτούς οδηγούμαστε στην εισήγηση για απόρριψη της πρότασης Οδηγίας. Θα ήθελα όμως να αναφερθώ και στο ζήτημα της αρχής της πλήρους εναρμόνισης επί της αρχής. Η πλήρης εναρμόνιση δεν μπορεί να βασιστεί στις συνθήκες της Ε.Ε.. Δημιουργεί ένα υβρίδιο μεταξύ Οδηγίας και κανονισμού, που για μένα ουσιαστικά συνιστά θεσμική εκτροπή. Οι Οδηγίες από τον ορισμό τους, δίνουν στα κράτη μέλη τη δυνατότητα να τις ενσωματώσει στο εθνικό τους δίκαιο κάνοντας και τις απαραίτητες προσαρμογές, κάνοντας τες όπου χρειάζεται αυστηρότερες. Μόνο οι κανονισμοί έχουν από την ευρωπαϊκή συνθήκη ισχύ νόμου αυτούσιες και βέβαια κατά κανόνα δε ρυθμίζουν ζητήματα αρχών, όπως αυτά που συζητούμε εδώ, αλλά ζητήματα περισσότερο τεχνικά.
Γι’ αυτό και στο Σχέδιο, έχουμε εισαγάγει μια παράγραφο, με την οποία εκφράζουμε και εισηγούμαστε, εδώ, την έκφραση και μιας αρνητικής άποψης, γενικώς, για την αρχή της πλήρους εναρμόνισης, όπου και αν χρησιμοποιείται.
Πέραν αυτού, θα πρέπει να ζητήσουμε από την ελληνική Κυβέρνηση να απορρίψει και στο Συμβούλιο την πρόταση Οδηγίας, όταν έρθει, αλλά και να συνεχίσει να εργάζεται προς την κατεύθυνση του εκσυγχρονισμού και της αναθεώρησης και του Κοινοτικού δικαίου για τα ζητήματα του καταναλωτή, στη βάση των αρχών που έχουν ήδη προεκτεθεί. Θα μπορούσε κανείς να τις συνοψίσει, λέγοντας ότι η αρχή της λειτουργίας της ελεύθερης αγοράς, που είναι μια βασική αρχή της Ε.Ε., δεν είναι ένας στόχος αφ’ εαυτού, δεν είναι αυτοσκοπός, είναι ένας στόχος ο οποίος εξυπηρετεί την κοινωνία. Άρα, λοιπόν, η κάθε νομοθετική ρύθμιση που υπηρετεί την ελευθερία της αγοράς πρέπει, παράλληλα, να υπηρετεί την κοινωνία και τα συμφέροντα των πολλών. Αυτή νομίζω ότι είναι η καρδιά, μέχρι τώρα, της νομοθεσίας περί καταναλωτή και αυτό πρέπει να συνεχίσει να ισχύει και στο μέλλον.