Συνεδρίαση των Επιτροπών Παραγωγής και Εμπορίου και Ευρωπαϊκών Υποθέσεων μετα απο πρόταση του Μ. Βολουδάκη

18 Ιουνίου 2009

ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ

Θέμα: Συνεδρίαση Επιτροπής Ευρωπαϊκών Υποθέσεων και Επιτροπής Παραγωγής και Εμπορίου, μετά από πρόταση Βολουδάκη

Οι συναρμόδιες επιτροπές της Βουλής, μετά από εισήγηση του Μ. Bολουδάκη, απορρίπτουν Πρόταση Οδηγίας της Ε.Ε. εκτιμώντας ότι οδηγεί σε περιορισμό των δικαιωμάτων του Καταναλωτή.

Συνεδρίασαν σήμερα οι Επιτροπές Ευρωπαϊκών Υποθέσεων και Παραγωγής και Εμπορίου της Βουλής, μετά από πρόταση του βουλευτή Xανίων της NΔ Mανούσου Bολουδάκη, με αντικείμενο την εξέταση της Πρότασης Οδηγίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τα Δικαιώματα του Καταναλωτή. Υπενθυμίζεται ότι ο Μ.Βολουδάκης εκπροσώπησε τον περασμένο Απρίλιο την Επιτροπή Παραγωγής και Εμπορίου της Bουλής στη σχετική κοινή συνεδρίαση Ευρωκοινοβουλίου – Αντιπροσωπειών Εθνικών Κοινοβουλίων στις Βρυξέλλες. O Xανιώτης Bουλευτής εξέφρασε στη συνεδρίαση εκείνη αντιρρήσεις για την Πρόταση, εκτιμώντας ότι αν τελικά γίνει δεκτή θα οδηγήσει σε χαμηλότερο επίπεδο προστασίας του καταναλωτή σε αρκετές χώρες, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα.
Οι συναρμόδιες Επιτροπές, τις οποίες συγκάλεσαν οι Πρόεδροι Έλσα Παπαδημητρίου και Γιώργος Σαλαγκούδης, έκαναν δεκτή την εισήγηση του Μ.Βολουδάκη, και εξέδωσαν αρνητική γνωμοδότηση για την Πρόταση, ζητώντας παράλληλα από την κυβέρνηση να απορρίψει την Πρόταση αυτή στο Συμβούλιο Υπουργών. Στην εισήγησή του, ο Μ.Βολουδάκης ανέφερε ότι η Πρόταση Οδηγίας δίνει μεγαλύτερη έμφαση στη διευκόλυνση των επιχειρήσεων για την ανάπτυξη του διασυνοριακού εμπορίου, παρά στην προστασία του καταναλωτή. Και ναι μεν η ανάπτυξη του διασυνοριακού εμπορίου είναι επιθυμητή, αλλά δεν μπορεί να επιτυγχάνεται με περιορισμό των δικαιωμάτων του καταναλωτή. Η ελληνική νομοθεσία, όπως διαμορφώθηκε τόσο με το Νόμο του 1994 περί προστασίας του καταναλωτή όσο και με την αναθεώρησή του το 2007 (Ν.3587/2007), είναι πολύ αυστηρότερη από ότι η Πρόταση Οδηγίας της Επιτροπής.
Για παράδειγμα, αρκετές από τις εμπορικές πρακτικές, οι οποίες από τον ελληνικό νόμο χαρακτηρίζονται καταχρηστικές και απαγορεύονται, δεν περιλαμβάνονται στη λίστα αυτών που ρητά και κατηγορηματικά χαρακτηρίζει καταχρηστικές η πρόταση οδηγίας. Ακόμα, η παραβίαση της υποχρέωσης προσυμβατικής ενημέρωσης του καταναλωτή, στην ελληνική νομοθεσία συνιστά λόγο ακύρωσης της σύμβασης. Δεν υπάρχει αντίστοιχη πρόβλεψη στην Πρόταση Οδηγίας. Άλλο χαρακτηριστικό παράδειγμα : η ελληνική νομοθεσία στην περίπτωση πώλησης ελλατωματικού προϊόντος δίνει στον καταναλωτή τις επιλογές της αντικατάστασης, της επιδιόρθωσης, της μείωσης της τιμής ή και της επιστροφής χρημάτων. Η Πρόταση Οδηγίας ορίζει ότι ο έμπορος μόνο έχει το δικαίωμα της επιλογής του τί γίνεται αν ένα προϊόν είναι ελαττωματικό, περιορίζοντας μάλιστα τις εναλλακτικές στην επιδιόρθωση ή αντικατάσταση.
Στην εισήγησή του ο Μ.Βολουδάκης, εξέφρασε επιπλέον αντιρρήσεις και για το γεγονός ότι η Πρόταση προωθείται με τη διαδικασία της «πλήρους εναρμόνισης», που σημαίνει ότι αν υιοθετηθεί δεν θα επιτρέπει στα κράτη μέλη να διατηρούν σε ισχύ διατάξεις εθνικής νομοθεσίας αυστηρότερες από αυτές της οδηγίας. Τόνισε ότι τέτοιου είδους διαδικασίες ουσιαστικά δεν προβλέπονται από τις Ευρωπαϊκές Συνθήκες και παραβιάζουν την ίδια την έννοια της Οδηγίας. Σε αυτή τη βάση τοποθέτησε ο Μ.Βολουδάκης την άποψή του ότι η Πρόταση αυτή παραβιάζει την αρχή της Επικουρικότητας, την αρχή δηλαδή που διέπει την ευρωπαϊκή νομοθεσία, και η οποία ορίζει μεταξύ άλλων ότι η δρασή της Ευρωπαϊκής Ένωση πρέπει να έχει σαφή πλεονεκτήματα έναντι της αντίστοιχης δράσης των κρατών – μελών για το ίδιο θέμα.
Παρεμφερείς θέσεις, οι οποίες ελήφθησαν υπ’όψιν στη διαδικασία, εξέφρασαν και οι οργανώσεις καταναλωτών.
Υπενθυμίζεται, ότι τα Εθνικά Κοινοβούλια έχουν πλέον τη δυνατότητα να παρεμβαίνουν στην ευρωπαϊκή νομοθετική διαδικασία : Η Συνθήκη της Λισσαβώνας προβλέπει ότι αν το ένα τρίτο των Εθνικών Κοινοβουλίων απορρίψει Πρόταση Οδηγίας, τότε η Επιτροπή υποχρεούται να την επανεξετάσει. (Η συγκεκριμένη διάταξη ισχύει και πριν την επικύρωση της Συνθήκης της Λισσαβώνας, στη βάση της ονομαζόμενης «Πρωτοβουλίας Μπαρόζο»). Σημειώνεται ότι στα πλαίσια της διαδικασίας αυτής, είναι η πρώτη φορά που η αρμόδια Επιτροπή Ευρωπαϊκών Υποθέσεων της Βουλής των Ελλήνων εκδίδει αρνητική γνωμοδότηση για Πρόταση Οδηγίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Πρέπει να σημειωθεί επίσης ότι η απορριπτική Γνώμη των Επιτροπών είχε την στήριξη των εκπροσώπων όλων των κομμάτων της Βουλής.
Ακολουθεί η Γνώμη των Επιτροπών.

ΚΟΙΝΗ ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΗ
• ΔΙΑΡΚΟΥΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ ΚΑΙ ΕΜΠΟΡΙΟΥ
• ΕΙΔΙΚΗΣ ΔΙΑΡΚΟΥΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΕΥΡΩΠΑΙΚΩΝ ΥΠΟΘΕΣΕΩΝ

Οι ανωτέρω Επιτροπές της Βουλής την Πέμπτη, 18 Ιουνίου 2009 και ώρα 13:00 μ.μ. συνήλθαν σε Κοινή Συνεδρίαση προκειμένου να υιοθετήσουν:

ΓΝΩΜΗ
επί της Πρότασης Οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τα Δικαιώματα των καταναλωτών
COM(2008) 614 τελικό

Τα μέλη των ανωτέρω Επιτροπών αφού έλαβαν υπόψη:
• Την Πρόταση Οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τα Δικαιώματα των καταναλωτών [COM(2008) 614 τελικό].
• Το Έγγραφο Εργασίας των υπηρεσιών της Επιτροπής, που συνοδεύει την Πρόταση Οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τα δικαιώματα των καταναλωτών, Περίληψη της εκτίμησης αντικτύπου [SEC(2008) 2545].
• Τη γνωμοδότηση της Επιτροπής των Περιφερειών με θέμα «Τα δικαιώματα των καταναλωτών» [DEVE-IV-038]
• Τα ενημερωτικά Σημειώματα και τα σχόλια των Οργανώσεων των Καταναλωτών.
• Την προφορική εισήγηση του Υφυπουργού Ανάπτυξης, κου Ιωάννη Μπούγα, του Γενικού Γραμματέα Καταναλωτή, κου Ιωάννη Οικονόμου, καθώς και τις εισηγήσεις των εκπροσώπων των Οργανώσεων των Καταναλωτών.

Κατέληξαν στις παρακάτω διαπιστώσεις:
• Ο κατακερματισμός των εθνικών νομοθεσιών σχετικά με την προστασία των δικαιωμάτων των καταναλωτών, αλλά και οι διαπιστούμενες αλληλεπικαλύψεις των σχετικών κοινοτικών οδηγιών, δυσχεραίνουν την ολοκλήρωση της εσωτερικής αγοράς, καθώς σε κάποιες εμπορικές συναλλαγές, ιδίως διασυνοριακές, δημιουργείται σύγχυση ως προς τα δικαιώματα των αντισυμβαλλομένων. Από την άποψη αυτή, η πρωτοβουλία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής να κινήσει τη διαδικασία επανεξέτασης του κοινοτικού κεκτημένου και την αντικατάσταση τεσσάρων κοινοτικών οδηγιών από μια νέα, είναι επί της αρχής θετική.
• Ως γενικός στόχος της Πρότασης Οδηγίας ορίζεται η ενίσχυση της εμπιστοσύνης των καταναλωτών στην εσωτερική αγορά και η μείωση της απροθυμίας των επιχειρήσεων για διασυνοριακές εμπορικές συναλλαγές. Τα δυο σκέλη του γενικού στόχου, (εμπιστοσύνη καταναλωτών – μείωση απροθυμίας επιχειρήσεων) πρέπει να τυγχάνουν ισόρροπης αντιμετώπισης. Φαίνεται όμως στην πράξη να δίνεται από την Πρόταση Οδηγίας περισσότερη έμφαση στο δεύτερο σκέλος του γενικού στόχου, το οποίο αφορά στις επιχειρήσεις, και λιγότερη στο πρώτο που αφορά στους καταναλωτές.
• Η προαναφερθείσα υπέρμετρη έμφαση της Πρότασης στην πλευρά των επιχειρήσεων προκύπτει κατ’αρχάς από την ίδια την αιτιολογική έκθεση: Η τεκμηρίωση του περιεχομένου της Πρότασης Οδηγίας βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στη διαπίστωση του Ευρωβαρόμετρου του 2008 ότι ο νομικός κατακερματισμός συνιστά σημαντικό φραγμό για το διασυνοριακό εμπόριο. Η διαπίστωση αυτή, προκύπτει από απαντήσεις επιχειρήσεων, και δεν λαμβάνει επαρκώς υπ’όψιν της την πλευρά των καταναλωτών. Για τους καταναλωτές, όπως προκύπτει και από έρευνα της Ευρωπαϊκής Ομοσπονδίας των Ενώσεων Καταναλωτών (BEUC), το διασυνοριακό εμπόριο εμποδίζεται πρωτίστως από ανησυχίες σε σχέση με την ασφάλεια των διαδικτυακών συναλλαγών, από δυσκολίες στη γλώσσα και από αμφιβολίες σχετικά με το δικαίωμα της αποζημίωσης. Κατ’αυτή την έννοια, ζητούμενο για τη διευκόλυνση του διασυνοριακού εμπορίου είναι πρωτίστως η εμπέδωση αισθήματος ασφαλείας στους καταναλωτές ως προς την προστασία των δικαιωμάτων τους, ιδίως στις νέες μορφές συναλλαγών που η τεχνολογία επιτρέπει (e-commerce, m-commerce). Η ασυμμετρία στην τεκμηρίωση της Πρότασης Οδηγίας, οδηγεί σε ασυμμετρία και στο ίδιο το περιεχόμενό της, όπως καταδεικνύεται παρακάτω, στις περί επικουρικότητας και αναλογικότητας παράγραφους.
• Η διευκόλυνση του διασυνοριακού εμπορίου είναι ασφαλώς ένας επιθυμητός στόχος, από τον οποίο τόσο οι καταναλωτές, όσο και οι επιχειρήσεις θα βγούν ωφελημένοι, οι μεν πρώτοι λόγω της ενίσχυσης του ανταγωνισμού μεταξύ των επιχειρήσεων, οι δε δεύτερες λόγω της διεύρυνσης του δυνητικού πεδίου δράσης τους. Σε καμμιά περίπτωση όμως ο στόχος αυτός δεν υπηρετείται από μείωση του επιπέδου προστασίας των Δικαιωμάτων των Καταναλωτών.
• Η Πρόταση Οδηγίας, κατά την άποψή μας πάσχει ως προς τη συμβατότητά της με την αρχή της επικουρικότητας. Είναι γεγονός επί της αρχής ότι ζητήματα που σχετίζονται με την ελευθερία των εμπορικών συναλλαγών ρυθμίζονται καλύτερα στο επίπεδο της Ένωσης. Όμως η συγκεκριμένη Πρόταση, με τη μορφή της «Οδηγίας Πλήρους Εναρμόνισης», εάν γίνει αποδεκτή θα οδηγήσει σε χαμηλότερο από το σημερινό επιπέδο προστασίας των Δικαιωμάτων των Καταναλωτών σε αρκετές χώρες μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα. Άρα στην πράξη, η δράση στο επίπεδο της Ένωσης δεν έχει σαφή πλεονεκτήματα έναντι της δράσης των Κρατών – Μελών. Ενδεικτικά αναφέρονται οι εξής περιπτώσεις:
– Η παραβίαση της υποχρέωσης προσυμβατικής ενημέρωσης του καταναλωτή στην ελληνική νομοθεσία συνιστά λόγο ακυρότητας της σύμβασης. Δεν υπάρχει αντίστοιχη πρόβλεψη στην Πρόταση Οδηγίας.
– Η ελληνική νομοθεσία χαρακτηρίζει ως καταχρηστικές – και ρητά απαγορεύει – τριανταδύο περιπτώσεις συμβατικών ρητρών. Η Πρόταση Οδηγίας χωρίζει τις συμβατικές ρήτρες οι οποίες κρίνονται ως καταχρηστικές σε δυο κατηγορίες : Στην πρώτη συμπεριλαμβάνονται πέντε περιπτώσεις ρητρών, οι οποίες χαρακτηρίζονται αυτομάτως και σε κάθε περίπτωση καταχρηστικές. Στη δεύτερη συμπεριλαμβάνονται ρήτρες οι οποίες «τεκμαίρονται» ως καταχρηστικές, εκτός αν ο έμπορος αποδείξει το αντίθετο. Είναι προφανές ότι η δεύτερη κατηγορία συμπεριλαμβάνει περιπτώσεις για τις οποίες κρίνεται ότι ο καταναλωτής χρήζει προστασίας χαμηλοτέρου επιπέδου από αυτές της πρώτης κατηγορίας. Οι περισσότερες από τις ρήτρες οι οποίες στην εθνική μας νομοθεσία χαρακτηρίζονται καταχρηστικές, εμπίπτουν σε αυτή τη δεύτερη κατηγορία της σχετικά μειωμένης προστασίας του καταναλωτή.
– Η ελληνική νομοθεσία για την περίπτωση της πώλησης ελλατωματικού προϊόντος δίνει στον καταναλωτή τις επιλογές της αντικατάστασης, της επιδιόρθωσης, της μείωσης της τιμής ή και της αντιστροφής της πώλησης. Η Πρόταση Οδηγίας δίνει στον έμπορο και μόνο το δικαίωμα της επιλογής, περιορίζοντάς το μάλιστα στην επιδιόρθωση ή αντικατάσταση.
• Με ανάλογο σκεπτικό, θεωρούμε ότι η Πρόταση Οδηγίας παραβιάζει και την αρχή της αναλογικότητας, καθώς για να επιτύχει το στόχο της διευκόλυνσης του διασυνοριακού εμπορίου, δημιουργεί κοινωνικό κόστος περιορίζοντας σε ορισμένες περιπτώσεις χωρών, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα, το επίπεδο προστασίας των Δικαιωμάτων των Καταναλωτών. Δεν είναι δυνατόν να εκτιμηθεί αν το κόστος από τη μείωση του επιπέδου προστασίας σε ορισμένες χώρες, αντισταθμίζεται από τα οφέλη της διευκόλυνσης του διασυνοριακού εμπορίου.
• Για τη διευκόλυνση του διασυνοριακού εμπορίου, η απλούστευση της νομοθεσίας θα πρέπει να επικεντρωθεί στην εναρμόνιση ζητημάτων τεχνικού χαρακτήρα ή στην εφαρμογή ενιαίου διαστήματος δικαιώματος υπαναχώρησης σε επίπεδο Ένωσης και όχι στην «προς τα κάτω εξομοίωση» των επιπέδων προστασίας των Δικαιωμάτων των Καταναλωτών που επικρατούν στα Κράτη – Μέλη.
• Η εξέταση της εν θέματι οδηγίας, απετέλεσε αφορμή για τις Επιτροπές μας να εξετάσουν και γενικότερα το ζήτημα της έννοιας της «Οδηγίας Πλήρους Εναρμόνισης». Άποψη των Επιτροπών μας είναι ότι η «Οδηγία Πλήρους Εναρμόνισης» δημιουργεί εννοιολογική και θεσμική σύγχυση μεταξύ Οδηγίας και Κανονισμού. Το θέμα θα εξετασθεί διεξοδικά σε επόμενη συνεδρίαση λαμβανομένης υπόψη σχετικής εισήγησης της Επιστημονικής Επιτροπής.

Καλούν την Κυβέρνηση
• Να απορρίψει την Πρόταση Οδηγίας στο Συμβούλιο
• Να προβεί στις απαραίτητες ενέργειες ώστε να προχωρήσει η διαδικασία αναθεώρησης του κοινοτικού κεκτημένου για τα Δικαιώματα των Καταναλωτών, προς την κατεύθυνση της απλούστευσης και ενοποίησης των εν ισχύι Οδηγιών, λαμβάνοντας υπ’όψιν την ανάγκη περαιτέρω ενίσχυσης των μηχανισμών προστασίας των Δικαιωμάτων των Καταναλωτών, ιδίως στα πλαίσια των νέων μορφών συναλλαγών που η τεχνολογία κατέστησε εφικτές και διαδεδομένες.
• Να επιδιώξει η ανωτέρω αναφερόμενη αναθεώρηση να υλοποιηθεί με τη μορφή Οδηγίας ελάχιστης εναρμόνισης ώστε τα Κράτη – Μέλη να έχουν τη δυνατότητα επιβολής αυστηρότερων όρων για την προστασία των δικαιωμάτων των καταναλωτών στα πλαίσια της εθνικής τους νομοθεσίας.