Νέος νόμος για τον Ανταγωνισμό

ΠΡΟΕΔΡΟΣ (Δημήτριος Σιούφας): Το λόγο έχει ο Εισηγητής της Πλειοψηφίας κ. Μανούσος-Κωνσταντίνος Βολουδάκης.
ΜΑΝΟΥΣΟΣ-ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΒΟΛΟΥΔΑΚΗΣ: Σας ευχαριστώ, κύριε Πρόεδρε.
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, η ιστορική εμπειρία έχει δείξει ότι το σύστημα της ελεύθερης αγοράς είναι το σύστημα που παράγει το μεγαλύτερο δυνατό πλούτο από μια δεδομένη οικονομία.
(Στο σημείο αυτό την Προεδρική Έδρα καταλαμβάνει ο Γ΄ Αντιπρόεδρος της Βουλής κ. ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ ΝΕΡΑΝΤΖΗΣ)
Αυτό όμως το σύστημα από τη φύση του δημιουργεί ασθενέστερους και ισχυρότερους. Πολλές φορές επιτείνει τους φυσικούς διαχωρισμούς σε ασθενέστερα και ισχυρότερα μέρη στην οικονομία.
Μια δημοκρατική πολιτεία έχει υποχρέωση να διασφαλίσει ότι το σύστημα της ελεύθερης αγοράς δεν θα είναι ένα σύστημα στο οποίο θα επικρατεί το δίκαιο του ισχυρότερου. Και ένα βασικό όπλο το οποίο διαθέτει η πολιτεία για να επιτύχει το σκοπό αυτό είναι η νομοθεσία περί ανταγωνισμού. Η νομοθεσία περί ανταγωνισμού, μαζί με τη νομοθεσία για την προστασία του καταναλωτή, είναι τα βασικά όπλα που διαθέτει μια σύγχρονη πολιτεία απέναντι στις προκλήσεις που το σύστημα της ελεύθερης αγοράς, ειδικά στις σημερινές συνθήκες και στις συνθήκες που συνδέονται με την τεχνολογική πρόοδο που υπάρχει σήμερα, μας φέρνει.
Αν δούμε την πρόσφατη ιστορία της οικονομίας του τόπου μας, θα δούμε ότι η ελεύθερη αγορά είναι ένα σχετικά νέο καθεστώς. Ουσιαστικά, στη δεκαετία του 1990 –και μάλιστα από το 1992 και μετά- αρχίζει σταδιακά να απελευθερώνεται η αγορά. Και η αλήθεια είναι ότι όταν ένα σύστημα στην οικονομία είναι νέο, είναι πολύ πιθανό να μην έχει καταφέρει να λειτουργήσει μέσα στους κανόνες που το ίδιο αυτό το σύστημα προϋποθέτει.
Τη δεκαετία του 1990 με την απελευθέρωση της αγοράς ήρθαν για πρώτη φορά μεγάλες πολυεθνικές στον τόπο μας, άλλες εγχώριες εταιρείες ισχυροποιήθηκαν και η αλήθεια είναι ότι επειδή το σύστημα ήταν νέο, ο έλεγχος της αγοράς ήταν ελλιπής, όπως αποδείχθηκε στην πράξη. Η αλήθεια είναι ότι σε πολλές περιπτώσεις αυτή η ανάπτυξη μεγάλων εταιρειών, εγχωρίων ή πολυεθνικών, οδήγησε σε φαινόμενα που σήμερα ονομάζουμε «καρτέλ» ή σε περιπτώσεις που μοιάζουν εν πάση περιπτώσει να είναι καρτέλ, αφού βασίζονται σε μία ολιγοπωλιακή διάρθρωση.
Νομοθεσία για τον ανταγωνισμό έχουμε στον τόπο μας από το 1977. Παρ’ όλα αυτά, αν θέλουμε να είμαστε αντικειμενικοί, μπορούμε να δούμε και να αποδείξουμε ότι ουσιαστικά ενεργοποιούνται οι διατάξεις περί ανταγωνισμού από το 2004 και μετά. Αυτό δεν είναι μία απλή πολιτική διαπίστωση. Μπορεί να προκύψει από την εξέταση των στοιχείων.
Επί υπουργίας του σημερινού Προέδρου της Βουλής Δημήτρη Σιούφα στο Υπουργείο Ανάπτυξης, με αρμόδιο Υφυπουργό το Γιάννη Παπαθανασίου, άρχισε για πρώτη φορά η Επιτροπή Ανταγωνισμού να λειτουργεί όπως πρέπει να λειτουργεί. Αφέθηκε ελεύθερη να λειτουργήσει, ενισχύθηκε με προσωπικό και ακόμα έγινε και η πρώτη νομοθετική μεταρρύθμιση με το ν. 3373/2005, η οποία επέτρεψε στην Επιτροπή να λειτουργεί καλύτερα.
Το αποτέλεσμα μπορεί να φανεί, πέρα από συζητήσεις πολιτικού χαρακτήρα, βλέποντας τι έγινε με τα πρόστιμα που επιβάλλει η Επιτροπή. Στα οκτώ χρόνια από το 1996 μέχρι το 2003, η Επιτροπή επέβαλε συνολικά περίπου 13,5 εκατομμύρια ευρώ πρόστιμα. Στα πέντε χρόνια από το 2004 έως το 2008, τα πρόστιμα ήταν 152 εκατομμύρια ευρώ. Αν δούμε τους μέσους όρους, δηλαδή τους μέσους ετήσιους όρους της περιόδου πριν από το 2004 και μετά το 2004, βλέπουμε ότι πριν το 2004 ο μέσος ετήσιος όρος των προστίμων ήταν περίπου 1,5 εκατομμύριο ευρώ, ενώ στην επόμενη περίοδο, από το 2004 και μετά, ο μέσος όρος είναι περίπου 30 εκατομμύρια ευρώ.
Η επιβολή των προστίμων –η εφαρμογή της νομοθεσίας ουσιαστικά, γιατί αυτό είναι το ζητούμενο και όχι τα πρόστιμα καθ’ εαυτά- αλλά και η συνολικότερη εφαρμογή της νομοθεσίας έχει αρχίσει να αποδίδει. Είναι χαρακτηριστικό αυτό που συνέβη στο γάλα, ένα καρτέλ το οποίο κτυπήθηκε από την Επιτροπή με πρόστιμα, παρά το ότι υπήρξαν τα γνωστά προβλήματα στην όλη διαδικασία. Γνωρίζουμε, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, ότι επίορκοι κρατικοί λειτουργοί υπήρχαν και θα υπάρχουν πάντα σε όλα τα κράτη, σε όλες τις εποχές.
Παρά, λοιπόν, τα προβλήματα που δημιουργήθηκαν στη συγκεκριμένη υπόθεση, τα πρόστιμα επεβλήθησαν και αυτό άρχισε να έχει επιπτώσεις στην αγορά. Έτσι είδαμε σιγά-σιγά να μπαίνουν νέοι παίκτες στην αγορά του γάλατος, έτσι είδαμε τις τιμές να πέφτουν και από τους παλαιότερους παίκτες και από νεότερους.
Αντίστοιχη κατάσταση βλέπουμε στα καύσιμα. Πρόσφατα επεβλήθησαν μεγάλα πρόστιμα, με αποτέλεσμα μία πολυεθνική εταιρεία να ανακοινώσει ότι αποχωρεί από την Ελλάδα, ότι παύει τις δραστηριότητές της ακριβώς γιατί της επεβλήθησαν βαριά πρόστιμα.
Δεν επιχαίρουμε για την αποχώρηση οποιασδήποτε εταιρείας από τον τόπο. Αντιθέτως θεωρούμε ότι είναι κάτι αρνητικό. Θέλουμε ο τόπος μας να είναι ένας τόπος πρόσφορος σε επενδύσεις και στη λειτουργία της αγοράς. Όμως, το γεγονός ότι η ίδια η εταιρεία επικαλείται την εφαρμογή της νομοθεσίας, η οποία οδήγησε σε δυσμενή για την ίδια αποτελέσματα, καταδεικνύει ότι σήμερα η νομοθεσία σε αυτόν τον τομέα εφαρμόζεται.
Εάν αναρωτηθούμε, όμως, αν έχουμε φτάσει στο σημείο που θα θέλαμε, αν έχει εξυγιανθεί η αγορά πραγματικά, φοβούμαι πως η απάντηση είναι ότι έχουμε ακόμα μπροστά μας πολύ δρόμο.
Ακόμα η κοινωνία, ο καταναλωτής, ο μικρομεσαίος επιχειρηματίας, ο αγρότης, ο κτηνοτρόφος σε πολύ μεγάλο βαθμό και σε πολλές περιπτώσεις γίνονται αντικείμενο εκμετάλλευσης από ολιγοπώλια.
Η ίδια η Κυβέρνηση το διαπιστώνει σε ορισμένες περιπτώσεις.
Ο πρώην Υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης, ο κ. Κοντός, είχε παραπέμψει στην Επιτροπή για έρευνα την αγορά των λιπασμάτων, μία αγορά που αυξάνει υπέρμετρα το κόστος για τον Έλληνα αγρότη. Και απ’ ότι φαίνεται το αυξάνει σε βαθμό που δεν συνδέεται με τις διεθνείς εξελίξεις στην αγορά. Περιμένουμε ακόμα, όμως, το πόρισμα της Επιτροπής. Δεν έχει υπάρξει.
Αντίστοιχα, πρόσφατα ο παριστάμενος Υπουργός Ανάπτυξης παρέπεμψε στην Επιτροπή για έρευνα το ζήτημα των τιμών των καυσίμων στην Κρήτη, τιμών που φαίνεται να είναι διαχρονικά μεγαλύτερες από αυτές που επικρατούν στην υπόλοιπη Ελλάδα και μάλιστα μεγαλύτερες απ’ όσο θα δικαιολογούσε η απόσταση και το κόστος της μεταφοράς.
Υπάρχουν και πολλά άλλα παραδείγματα, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι. Θα έλεγα ως χαρακτηριστικότερο -από αυτά στα οποία δεν έχει παρέμβει ακόμα όπως θα έπρεπε η Επιτροπή Ανταγωνισμού- αυτό των τραπεζών. Στην Ελλάδα έχουμε το υψηλότερο κόστος τραπεζικού δανεισμού απ’ όλη την Ευρώπη, τη μεγαλύτερη διαφορά μεταξύ επιτοκίου καταθέσεως και επιτοκίου δανεισμού κατά μέσο όρο. Ταυτόχρονα έχουμε πολύ υψηλές κερδοφορίες στις τράπεζες. Θετικό από μόνο του. Δεν δαιμονοποιούμε το κέρδος. Το κέρδος είναι καλό. Όταν, όμως, προκύπτει από τέτοιες συνθήκες, χωρίς να είμαστε πεπεισμένοι ότι το τραπεζικό σύστημα έχει μικρότερο κόστος απ’ ότι στην υπόλοιπη Ευρώπη, τότε γεννώνται υποψίες που πρέπει βεβαίως η Επιτροπή Ανταγωνισμού να ερευνήσει.
Πρόσφατα έκανε μία έρευνα για ένα από τα περιφερειακά ζητήματα, το κόστος των αναλήψεων από τα μηχανήματα αυτόματης ανάληψης, που θα έλεγα ότι είναι πολύ μικρό σε σχέση με το τι γίνεται στον τραπεζικό τομέα, που είναι βέβαια ο τρόπος καθορισμού των επιτοκίων.
Υπάρχει, λοιπόν, ακόμα πολύς δρόμος να γίνει, γιατί πολλές περιπτώσεις της σημερινής αγοράς δίνουν την αίσθηση στον πολίτη, στον καταναλωτή ότι καταδυναστεύεται από ολιγοπώλια.
Είναι πολλά τα παραδείγματα. Δεν θέλω να εξαντλήσω τον κατάλογο. Μπορώ να αναφερθώ και στα αγροτικά προϊόντα, κατ’ εξοχήν στο ελαιόλαδο με τη δραματική μείωση της τιμής στον παραγωγό, που δεν έχει συνοδευθεί από ανάλογη μείωση στον καταναλωτή και σε άλλα πολλά.
Τι είναι αυτό που εμποδίζει την εφαρμογή της νομοθεσίας περί Ανταγωνισμού; Αν εξετάσουμε την πρακτική λειτουργία της Επιτροπής, θα δούμε ότι το πρόβλημα εστιάζεται στην καθυστέρηση εκδόσεως αποφάσεων. Αυτή τη στιγμή εκατοντάδες υποθέσεις –περί τις τριακόσιες- είναι σε εκκρεμότητα, υποθέσεις που είναι πολύ πιθανό να κρύβουν πίσω τους πολύ δυσμενείς συνθήκες για τον Έλληνα πολίτη.
Βασικό ζητούμενο από τη νομοθεσία είναι να διασφαλιστεί η αποτελεσματικότητα της Επιτροπής, η ανεξαρτησία της Επιτροπής και η διαφάνεια στη λειτουργία της. Μόνο έτσι θα μπορέσει να ξεπεράσει το πρόβλημα το οποίο προανέφερα.
Με το σχέδιο νόμου που συζητούμε αυτές τις μέρες, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, εκσυγχρονίζεται το θεσμικό πλαίσιο, ακολουθώντας και τις εξελίξεις στην ευρωπαϊκή νομοθεσία. Έχουμε ένα νέο Κανονισμό για τον ανταγωνισμό, τον Κανονισμό αριθμό 1 του 2003, προς τον οποίο οφείλουμε να προσαρμόσουμε τη νομοθεσία μας.
Οι ουσιαστικότερες τροποποιήσεις, από τις πολλές που επιφέρει το σχέδιο νόμου αυτό στη νομοθεσία μας για τον Ανταγωνισμό, κατά την άποψή μου αφορούν τις τρεις παραπάνω βασικές αρχές που προανέφερα: Την αποτελεσματικότητα, την ανεξαρτησία και τη διαφάνεια.
Για να δούμε τις υποθέσεις αυτές με τη σειρά, θα ήθελα να αναφερθώ επιγραμματικά στα βασικά σημεία της κάθε μιας ενότητας.
Ως προς την αποτελεσματικότητα: Πολύ βασική ρύθμιση στο άρθρο 11: Τα έντεκα, ως σήμερα, μέλη της Επιτροπής γίνονται εννέα. Πέντε, δε, από αυτά -ο Πρόεδρος και άλλα τέσσερα- είναι πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης. Ως σήμερα μόνο ο Πρόεδρος ήταν πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης. Αποτέλεσμα; Ο ίδιος ο Πρόεδρος, όταν συζητούσαμε την περασμένη εβδομάδα στην Επιτροπή Παραγωγής και Εμπορίου, μας ανέφερε ότι ένας από τους βασικούς παράγοντες των καθυστερήσεων ήταν ότι δεν μπορούσε ο ίδιος να βρει ημερομηνίες στις οποίες και τα έντεκα μέλη, που είναι προφανώς άνθρωποι υψηλού κύρους, με πολλές ασχολίες ο καθένας, να μπορούν να παρίστανται.
Ταυτόχρονα η Επιτροπή χωρίζεται σε τρία τμήματα ώστε να μπορεί να διεκπεραιώνει πιο γρήγορα τις υποθέσεις. Ιδιαίτερα σημαντικό είναι το ότι μπαίνουν προθεσμίες. Ήδη το σχέδιο νόμου αναφέρεται σε προθεσμία ενενήντα ημερών για τη Γενική Διεύθυνση Ανταγωνισμού. Στην Επιτροπή Παραγωγής και Εμπορίου έγινε αρκετή συζήτηση γι’ αυτό καθώς κατά την άποψη αρκετών –και του ομιλούντος- χρειάζεται μία προθεσμία και για τις Διασκέψεις της Ολομέλειας ώστε να έχουμε ένα συνολικό χρόνο. Αντιλαμβάνομαι ότι κάτι σχετικό υπάρχει στις νομοτεχνικές βελτιώσεις που κατέθεσε ο Υπουργός. Αυτά θα τα συζητήσουμε και στην κατ’ άρθρο συζήτηση.
Έγινε αρκετός λόγος για μία από τις τροποποιήσεις στη σύνθεση της Επιτροπής για την κατάργηση των τεσσάρων εκπροσώπων φορέων που ως σήμερα υπήρχαν, του ΣΕΒ, της ΓΕΣΕΒΕ, της ΟΚΕ και της Εθνικής Συνομοσπονδίας Ελληνικού Εμπορίου. Πρέπει να πούμε ότι η κατάργηση αυτή γίνεται για να εναρμονιστεί η νομοθεσία μας με τις νομοθεσίες όλης της Ευρώπης αλλά και για να εφαρμοστεί και μία πολύ απλή αρχή της κοινής λογικής: Δεν μπορεί ο ελέγχων να είναι και ελεγχόμενος. Όσο καλόπιστος και αν είναι αυτός που συμμετέχει στην Επιτροπή, όταν είναι συνάδελφος εκπρόσωπος κάποιου απ’ αυτούς που ελέγχονται είναι δεδομένο ότι θα γεννά σε τρίτους αμφιβολίες ως προς την αντικειμενικότητά του, όσο καλόπιστος και αντικειμενικός και αν είναι.
Ένα μεγάλο ζήτημα γύρω από την αποτελεσματικότητα είναι το ότι εισέρχεται και στη δική μας νομοθεσία η αρχή των εξαιρέσεων αμέσου εφαρμογής. Με δύο λόγια όπου εμπίπτουν συμπράξεις επιχειρήσεων στο καθεστώς των εξαιρέσεων που προβλέπουν η ευρωπαϊκή και η εθνική νομοθεσία, αυτές ενεργοποιούνται άμεσα χωρίς πρόσθετες διοικητικές πράξεις που απλώς επιβαρύνουν με χρόνο την όλη διαδικασία χωρίς απαραίτητα να έχουν ουσία. Νομίζω ότι γι’ αυτό υπήρξε σύμφωνη γνώμη περισσοτέρων από μιας πλευρών στην Επιτροπή μας και πιστεύω ότι αυτό θα αποτυπώνεται και στις νομοτεχνικές βελτιώσεις.
Δεύτερη μεγάλη βασική ενότητα είναι αυτή των παρεμβάσεων που αφορούν την ανεξαρτησία της Επιτροπής από την Κυβέρνηση. Η Επιτροπή Ανταγωνισμού εξ ορισμού είναι μία ανεξάρτητη αρχή, όμως πρέπει η νομοθεσία να το αποδεικνύει αυτό και στην πράξη. Με τις παρεμβάσεις που γίνονται σήμερα ενισχύεται σε πολύ μεγάλο βαθμό η ανεξαρτησία της Επιτροπής. Για να ενεργοποιηθούν ως σήμερα οι κανονιστικές παρεμβάσεις της Επιτροπής, δηλαδή οι παρεμβάσεις που επιβάλλουν συγκεκριμένα μέτρα στην αγορά, όφειλε ο Υπουργός Ανάπτυξης να εκδώσει υπουργική απόφαση. Η διάταξη αυτή καταργείται. Οι κανονιστικές παρεμβάσεις της Επιτροπής ενεργοποιούνται αυτοδικαίως. Αντίστοιχα η Επιτροπή μπορεί να επιβάλει προσωρινά μέτρα σε περιπτώσεις που δεν έχει καταλήξει η όλη διαδικασία της έρευνας περί την εφαρμογή του νόμου. Ο Γενικός Διευθυντής της Επιτροπής Ανταγωνισμού παύει πλέον να ορίζεται από τον Υπουργό Ανάπτυξης και ορίζεται από την Ολομέλεια. Αυτό είναι ένα ζήτημα που νομίζω ότι έχει αυτονόητη σημασία.
Η πιο σημαντική σειρά διατάξεων που αφορούν την ανεξαρτησία είναι αυτή που σε αρκετά σημεία του νόμου καταργεί τη διακριτική ευχέρεια που είχε μέχρι σήμερα ο Υπουργός Ανάπτυξης να ανατρέπει αποφάσεις της Επιτροπής Ανταγωνισμού. Ίσως ήταν μια σειρά διατάξεων που ανέτρεπαν την ίδια τη φύση της Επιτροπής Ανταγωνισμού ως ανεξάρτητης αρχής, όμως τώρα αυτό διορθώνεται.
Ως προς τη διαφάνεια, πολύ σημαντική είναι η θεσμοθέτηση γραφείου εσωτερικού ελέγχου στην Επιτροπή, ενός γραφείου που θα μπορεί να ελέγχει όλες τις διαδικασίες, όλα τα πρόσωπα και όλες τις υποθέσεις που ερευνώνται. Νομίζω ότι αυτό σήμερα είναι αυτονόητης σημασίας.
Κατά την άποψή μου ενισχύει τη διαφάνεια και μία ακόμη πρόνοια όπου τις υποθέσεις πλέον τις εισηγούνται στην Ολομέλεια από κοινού ομάδες εισηγητών της Γενικής Διεύθυνσης και μέλη της Επιτροπής. Ως σήμερα υπήρχε μία διαχωριστική γραμμή μεταξύ της Επιτροπής, των μελών της και της Υπηρεσίας. Η διαχωριστική αυτή γραμμή σήμερα ξεπερνιέται. Από κοινού Επιτροπή και Υπηρεσία εισηγούνται τις υποθέσεις και αυτό δημιουργεί ένα πρόσθετο σύστημα ελέγχου και των δύο πλευρών της μιας από την άλλη γιατί, ως γνωστόν, πρέπει να αποδεικνύεται στην πράξη και εμφανώς η διαφάνεια.
Για όλους τους λόγους που προανέφερα, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, θεωρώ ότι αυτό το σχέδιο νόμου θα βοηθήσει σημαντικά στην περαιτέρω βελτίωση των συνθηκών του ανταγωνισμού και της λειτουργίας της αγοράς στον τόπο μας. Αυτή η βελτίωση των συνθηκών είναι απαραίτητη, όχι μόνο για όλους τους αυτονόητους λόγους που προαναφέρθηκαν, αλλά και γιατί γίνεται ακόμη επιτακτικότερη στις συνθήκες της οικονομικής κρίσης. Γιατί, όταν δεν λειτουργεί ο ανταγωνισμός, σημαίνει ότι η διανομή του εισοδήματος γίνεται περισσότερο άνιση, άρα, ο πολύς κόσμος δεν έχει τη δυνατότητα να ξοδέψει, άρα δεν βγαίνουμε εύκολα από την κρίση.
Με το σχέδιο νόμου αυτό, δημιουργούνται προϋποθέσεις, ώστε τα πράγματα στην αγορά να λειτουργούν καλύτερα και να αποδεικνύεται στην πράξη ότι το σύστημα της ελεύθερης αγοράς, όταν υπάρχει πολιτική βούληση, δεν είναι ένα σύστημα που λειτουργεί για τους πολλούς, αλλά είναι ένα σύστημα που δημιουργεί περισσότερη ευημερία και επιτρέπει τη διάχυσή της στους πολλούς.
Σας ευχαριστώ.