Δε συγχωρούνται παλινδρομήσεις, δε συγχωρούνται καθυστερήσεις

Ο Υφυπουργός Διοικητικής Μεταρρύθμισης κ. Μανούσος Βολουδάκης, για το ζήτημα της ΕΡΤ, έκανε την ακόλουθη δήλωση:

«Η προσωρινή διακοπή λειτουργίας της κρατικής τηλεόρασης, είναι μέρος της συνολικής προσπάθειας μεταρρύθμισης της χώρας. Είναι απαραίτητο να γίνει κατανοητή η πραγματική βάση της πολιτικής αυτής παρέμβασης.

  1. Δεν καταργείται η δημόσια ραδιοτηλεόραση. Αντίθετα, δημιουργείται ένας νέος δημόσιος φορέας, ο οποίος θα λειτουργεί ορθολογικά, αποτελεσματικά, και χωρίς κομματικές παρεμβάσεις. Στο σχέδιο νόμου που τέθηκε ήδη σε διαβούλευση υπάρχουν πολλές ρυθμίσεις που διασφαλίζουν το χαρακτήρα αυτό του νέου φορέα. Μεταξύ άλλων, χαρακτηριστικά είναι τα εξής: Ο νέος φορέας θα έχει Εποπτικό Συμβούλιο με θητεία 9 ετών, άρα ανεπηρέαστο από εκλογικές αναμετρήσεις. Θα υποβάλλει το σχεδιασμό του για έλεγχο στη Βουλή και στο Εθνικό Ραδιοτηλεοπτικό Συμβούλιο –όχι στον εκάστοτε εποπτεύοντα Υπουργό. Ο νέος φορέας θα λειτουργήσει μέσα στο καλοκαίρι.
  2. Η ΕΡΤ λειτουργούσε με κόστος υπέρογκο για τον έλληνα πολίτη, με σπατάλες που επέβαλλαν συντεχνιακά συμφέροντα. Αυτά τα έξοδα χρηματοδοτούνταν κυρίως από τα περίπου 50 ευρώ το χρόνο που έδινε ο κάθε πολίτης, υποχρεωτικά, μέσω του λογαριασμού της ΔΕΗ. Οι συνθήκες που επικρατούν στη χώρα, δεν επιτρέπουν σπατάλες στην πλάτη των δοκιμαζόμενων πολιτών.
  3. Οι εργαζόμενοι της ΕΡΤ δε στοχοποιούνται: αρκετοί από αυτούς, θα απασχοληθούν και στο νέο φορέα, καθώς η διαδικασία με κριτήρια ΑΣΕΠ που θα ακολουθηθεί θα λάβει υπ’όψιν την εμπειρία, τις γνώσεις και τις ικανότητες τους, που είναι σε πολλές περιπτώσεις ιδιαίτερα υψηλού επιπέδου. Οι υπόλοιποι θα αποζημιωθούν κανονικά.

Ο Πρωθυπουργός, με χθεσινή του ανακοίνωση, έκανε ακόμη περισσότερο σαφές ότι πρόθεση της κυβέρνησης είναι η άμεση έναρξη λειτουργίας δημόσιας τηλεόρασης, ακόμα και με μια προσωρινή ενημερωτική δομή που μπορεί να ορίσει τις επόμενες ημέρες ο ειδικός εκκαθαριστής της ΕΡΤ, με ευρεία διακομματική αποδοχή. Με τη δήλωση αυτή έγινε σαφές ότι επιδιώκεται η επίτευξη της μέγιστης δυνατής συναίνεσης. Η επιδίωξη όμως αυτή της συναίνεσης δεν μπορεί να φτάσει ως την ακύρωση της μεταρρυθμιστικής προσπάθειας.

Αυτή τη στιγμή βρισκόμαστε μπροστά στην ανάγκη της ταχύτερης δυνατής ανάταξης της πατρίδας μας. Δε συγχωρούνται παλινδρομήσεις, δε συγχωρούνται καθυστερήσεις».