(άρθρο μου στην εφημερίδα Δημοκρατία)
Η αλήθεια είναι ότι για τα δεδομένα του πολιτικού μας συστήματος τα πάντα έγιναν πολύ γρήγορα. Μέσα σε λίγο περισσότερο από ένα χρόνο, μια νεοναζιστική οργάνωση της οποίας την ύπαρξη η συντριπτική πλειοψηφία των Ελλήνων αγνοούσε, κατάφερε να μπει στη Βουλή, να προκαλέσει την κοινωνία με βιαιοπραγίες και ύβρεις, να δοκιμάσει τα όρια της αντοχής της συντεταγμένης πολιτείας, και να καταλήξει με την ηγεσία της προφυλακισμένη, υπόδικη για μια σειρά από κακουργήματα. Είναι φυσικό πολλοί να μην έχουν ακόμη καλά καλά συνειδητοποιήσει πώς φτάσαμε ως εδώ.
Σήμερα ολόκληρη η ελληνική κοινωνία παρακολουθεί Δικαιοσύνη και Αστυνομία επί τω έργω στην υπόθεση της Χρυσής Αυγής. Το συμπέρασμα που εύκολα συνάγεται είναι ότι το κράτος λειτουργεί : όποιος παραβιάζει το νόμο, υφίσταται τις συνέπειες. Και δεν πρέπει μεμψιμοιρίες για επι μέρους ζητήματα, πολιτικές διαφωνίες ή προσωπικές απόψεις αυτόκλητων «ειδικών», να αδυνατίσουν το ισχυρό μήνυμα που εκπέμπει προς κάθε κατεύθυνση η θεσμική και ανεπηρέαστη λειτουργία των οργάνων της πολιτείας.
Την ίδια στιγμή, πρέπει να γίνει σαφής η ευρύτερη πολιτική διάσταση του προβλήματος. Αποτελεί κοινό τόπο η διαπίστωση, ότι οι 400,000 συμπολίτες μας που ψήφισαν τη Χρυσή Αυγή στις εκλογές του 2012, δεν είναι ναζιστές. Είναι στην πλειοψηφία τους άνθρωποι που παρασύρθηκαν από τη Χρυσή Αυγή, μη γνωρίζοντας το πραγματικό της πρόσωπο, και εκφράζοντας με αυτό τον τρόπο την αγανάκτησή τους για την πορεία της χώρας τα προηγούμενα χρόνια. Αν και αυτό δε συνιστά σε καμμιά περίπτωση δικαιολογία, αποτελεί όμως μια διαπίστωση που διευκολύνει την οριστική αποδόμηση του νεοναζιστικού μορφώματος. Υπάρχουν όμως προϋποθέσεις για να γίνει αυτό.
Η ρητορεία και η πρακτική της βίας της Χρυσής Αυγής «άνθισε» μέσα σε ένα περιβάλλον απαξίωσης της πολιτικής , του διαλόγου και των δημοκρατικών διαδικασιών. Αυτό το περιβάλλον δεν το δημιούργησε μόνη της η Χρυσή Αυγή. Γι’ αυτό και η καταδίκη της βίας πρέπει να είναι συνολική και γενική. Δεν είναι λογικά δυνατόν να καταδικάζει κανείς τη Χρυσή Αυγή, αλλά να τηρεί σιγή ιχθύος π.χ. για τον εμπρησμό της Marfin ή τα γεγονότα στις Σκουριές. Δεν εξομοιώνω τους νεοναζί με κανέναν, ούτε ισχυρίζομαι ότι υπάρχει σήμερα άλλο κοινοβουλευτικό κόμμα που να βαρύνεται με τις ίδιες πράξεις με τις οποίες βαρύνεται η Χρυσή Αυγή: γι’ αυτό άλλωστε μόνο η ηγεσία και τα στελέχη της Χρυσής Αυγής αντιμετωπίζουν σήμερα στη δικαιοσύνη την κατηγορία της σύστασης εγκληματικής οργάνωσης. Όμως όπως σκοτώνουν τα στιλέτα της Χρυσής Αυγής, έτσι ακριβώς σκοτώνουν και οι μολότωφ. Όσοι καταδικάζουν μόνο τη μια όψη της βίας, δημιουργούν εύκολα την υπόνοια ότι «κλείνουν το μάτι» σε χώρους που καλλιεργούν την άλλη όψη. Το λάθος αυτό το έχει ήδη διαπράξει ο ΣΥΡΙΖΑ, ενδεχομένως όμηρος ακραίων «τάσεων» στο εσωτερικό του.
Η πολιτική αντιμετώπιση του προβλήματος, μπορεί να συμπεριλάβει και νομοθετικές ρυθμίσεις. Χρειάζεται όμως στο σημείο αυτό ιδιαίτερη προσοχή: Σε μια χώρα στην οποία οι πάντες συμφωνούν ότι υπάρχει πολυνομία, οι προσθήκες στο νομοθετικό πλαίσιο δικαιολογούνται μόνο στο μέτρο που αντιμετωπίζουν νέα δεδομένα. Το νέο δεδομένο, το οποίο προφανώς δεν είχε προβλέψει ως τώρα ο νομοθέτης, είναι η λειτουργία μιας εγκληματικής οργάνωσης, μιας συμμορίας, με το προσωπείο του πολιτικού κόμματος. Σε αυτό το νέο δεδομένο πρέπει να επικεντρωθεί η προσπάθεια της ενίσχυσης του θεσμικού πλαισίου, ώστε να αποτραπούν τέτοια φαινόμενα στο μέλλον. Πρέπει να είναι παράλληλα σαφές, ότι δε θα καταλήξουμε σε νομοθεσία που θα ποινικοποιεί την όποια ιδέα, ακόμα και τις ιδέες που είναι αποκρουστικές στους πολλούς. Στη δημοκρατία μόνο πράξεις μπορεί να διώκονται , και όχι απόψεις. Άλλωστε για την δια του λόγου υποκίνηση σε παράνομες πράξεις, υπάρχει ήδη θεσμικό πλαίσιο. Η συζήτηση για «εγκλήματα λόγου» οδηγεί σε επικίνδυνες ατραπούς. Μια αντιπαράθεση στο ζήτημα αυτό μεταξύ των δυνάμεων που σέβονται τον κοινοβουλευτισμό και τη δημοκρατία, θα είναι ένα ανέλπιστο «δώρο» στους εξτρεμιστές: Ας μην τους το προσφέρουμε.