(άρθρο μου στον Ελεύθερο Τύπο της Κυριακής)
Έχει τη μέση της και η άκρη – άκρη Οδυσσέας Ελύτης
Τις τελευταίες ημέρες, φωνές από τα άκρα δεξιά, φωνές από τα άκρα αριστερά και φωνές αλλοπρόσαλλων συνωμοσιολόγων ενώνονται σε μια κακόηχη συγχορδία της άρνησης και της καταστροφολογίας. Αυτοί που επένδυσαν τα πάντα στη σύγκρουση με το «Μνημόνιο», στερούνται τον αντίπαλο από τον οποίο αποκτούσε νόημα και η δική τους πολιτική ύπαρξη: επόμενο είναι να αντιδρούν σπασμωδικά, και να επιχειρούν να χρησιμοποιήσουν ως σανίδα σωτηρίας ακόμη και τυχαία γεγονότα, ή ασυγχώρητα λάθη μεμονωμένων προσώπων.
Στις κοινοβουλευτικές δημοκρατίες, ο πολιτικός ανταγωνισμός κυριαρχείται από την προσπάθεια προσεταιρισμού του ιδεατού «μέσου ψηφοφόρου». Την προσπάθεια αυτή την κάνουν συχνά ακόμη και ακραίες πολιτικές δυνάμεις, κατά κανόνα αποκρύπτοντας την ατζέντα του σκληρού πυρήνα τους, και προβάλλοντας ό,τι κατά περίπτωση μπορεί να είναι αποδεκτό από ευρύτερα στρώματα της κοινωνίας.
Αυτό έκανε μέσα στην κρίση η Χρυσή Αυγή: απέκρυψε τη νεοναζιστική και παγανιστική ταυτότητά της, εκφράζοντας μόνο οργή απέναντι στο πολιτικό σύστημα. Χρειάσθηκε να διαπραχθεί σωρεία ποινικών αδικημάτων, με αποκορύφωμα την εν ψυχρώ δολοφονία ενός ανθρώπου, για να αποκαλύψει η αστυνομική έρευνα τον πραγματικό χαρακτήρα της οργάνωσης.
Την ίδια μέθοδο της απόκρυψης της πραγματικής ατζέντας «άχρι καιρού», ακολουθούν και κάποιες ακραίες τάσεις του ΣΥΡΙΖΑ. Τη λογική περιέγραψε σε πρόσφατη συνέντευξή του, στέλεχος της πρώην συνιστώσας «Ρόζα» που επιμελήθηκε το βιβλίο του Δ.Κουφοντίνα: Εξήγησε πώς η συνιστώσα αυτοδιαλύθηκε, για να ενταχθούν κάποια από τα στελέχη της στο ΣΥΡΙΖΑ , ενώ ο ίδιος και κάποιοι άλλοι έμειναν εκτός. Με αφοπλιστική ειλικρίνεια κατέληξε: «Αυτή την ισορροπία κρατήσαμε, γιατί σκεφτήκαμε και φάσεις όπως η σημερινή». (Εννοώντας το θόρυβο που προξένησε η έκδοση του βιβλίου). Με παρόμοιο τρόπο, αποκρύπτεται στο μέτρο του δυνατού η εχθρότητα ορισμένων τάσεων του ΣΥΡΙΖΑ απέναντι στην οικονομική ελευθερία και την αστική δημοκρατία, την ώρα που από μέρος της ηγεσίας προβάλλονται εντελώς αντίθετες θέσεις. Το αποτέλεσμα είναι κακοφωνία και παλινωδίες, ακόμα και για ζητήματα τόσο θεμελιώδη όπως η θέση της χώρας μας στον πυρήνα της Ευρώπης.
Μια πολιτική δύναμη όπως η Κεντροδεξιά έχει κάθε λόγο να ακολουθήσει πολιτική ακριβώς αντίθετη από τους κρυπτόμενους εξτρεμιστές: να προωθήσει καθαρά τις θέσεις της, οι οποίες αντικειμενικά απευθύνονται σε ευρύτερα στρώματα της κοινωνίας, ακόμα και ερχόμενη σε σύγκρουση με κατεστημένες αντιλήψεις και ιδεολογικά στερεότυπα ευρείας αποδοχής.
Είναι πιθανό σήμερα να ακουστούν και διαφορετικές φωνές. Από τη μια η ανάγκη της συνεργασίας των πολιτικών δυνάμεων, από την άλλη η αντίδραση σε απρόβλεπτα γεγονότα, μπορεί να οδηγούν ορισμένους στην αντίληψη ότι η Κεντροδεξιά πρέπει να διατυπώνει θέσεις «στρογγυλεμένες», σε μια προσπάθεια συνδιαλλαγής με δυνάμεις με τις οποίες δεν υπάρχει στην πραγματικότητακανένα έδαφος συνεννόησης. Μέσα στις συνθήκες της κρίσης, επήλθαν δραματικές αλλαγές στον τρόπο που οι πολίτες τοποθετούν τον εαυτό τους στον άξονα Δεξιά – Αριστερά, κι αυτό επιτείνει τη σύγχυση.
Η ιδεολογική κυριαρχία της Αριστεράς κατά τη Μεταπολίτευση, οδήγησε για μεγάλα διαστήματα σε μια αμυντική στάση το χώρο που παλαιότερα χαρακτηριζόταν «αστικός», και σήμερα περιλαμβάνει δυνάμεις από τη Δεξιά ως την Κεντροαριστερά. Δαιμονοποιήθηκε η επιχειρηματικότητα και η έννοια της παραγωγικής δουλειάς, το δημόσιο διογκώθηκε και έγινε «ταμπού», ενώ έφτασε να θεωρείται αναχρονισμός η οποιαδήποτε έκφραση της συλλογικής ταυτότητας των Ελλήνων, είτε αυτή αφορούσε την έννοια της πατρίδας, είτε την ορθόδοξη χριστιανική πίστη της συντριπτικής πλειοψηφίας. Επιστροφή σε μια τέτοια στάση θα ήταν ασυγχώρητη, ιδιαίτερα σήμερα που η Κεντροδεξιά στην πράξη ηγείται ευρύτερου πολιτικού χώρου.
Δε χρειάζεται η Κεντροδεξιά, και ειδικότερα η Νέα Δημοκρατία, να αποδείξει σε κανέναν τη βαθιά δημοκρατική της ταυτότητα και την αντίθεσή της στα άκρα: είναι και τα δυο αυταπόδεικτα. Ταυτόχρονα όμως, το συνθετικό «Κέντρο-» στη λέξη Κεντροδεξιά, δε σημαίνει ότι η παράταξη αυτή βρίσκεται στη «μέση» για να τα έχει καλά με όλους. Υπάρχουν κάποιες σαφείς, αξεπέραστες διαχωριστικές γραμμές. Το έδειξαν αυτό στην πράξη οι μεγάλες προσωπικότητες του εικοστού αιώνα που έθεσαν τις βάσεις της σημερινής Κεντροδεξιάς, τόσο ο Ελευθέριος Βενιζέλος, όσο και ο Κωνσταντίνος Καραμανλής. Και οι δυο υλοποίησαν σχέδια που απαιτούσαν σύνθεση δυνάμεων, χωρίς «να βάλουν νερό στο κρασί τους» στα μεγάλα και στα ουσιώδη.
Η δυναμική εξόδου από την οικονομική κρίση που αργά αλλά σταθερά αναπτύσσεται, προσδίδει στην Κεντροδεξιά νέα πολιτική δυναμική. Το στοίχημα για την περίοδο που ξεκινά με θετικούς οιωνούς για πρώτη φορά εδώ και τέσσερα χρόνια, είναι η διαμόρφωση μιας νέας φιλελεύθερης, πατριωτικής, ευρωπαϊκής ατζέντας, που θα απαντά με καθαρό τρόπο στις προκλήσεις της εποχής, τονίζοντας και με την ειλικρίνεια των θέσεων τη διαφορά της Κεντροδεξιάς από τους χώρους του εξτρεμισμού και του παραλογισμού.