Εισήγηση στην κοινή συνεδρίαση, της Διαρκής Επιτροπή Παραγωγής και Εμπορίου και της Ειδικής Διαρκής Επιτροπή Ευρωπαϊκών Υποθέσεων

Συνάντηση για ανταλλαγή απόψεων με μέλη της Επιτροπής Ευρωπαϊκών και Ομοσπονδιακών Υποθέσεων της Γερμανικής Ομοσπονδιακής Βουλής με θέμα την Ευρωπαϊκή Πολιτική Συνοχής.

ΜΑΝΟΥΣΟΣ ΒΟΛΟΥΔΑΚΗΣ: Επιτρέψτε μου να ξεκινήσω και εγώ καλωσορίζοντας τους Γερμανούς Βουλευτές στην πατρίδα μας. Εύχομαι στη σύντομη παραμονή σας να μπορέσετε και να απολαύσετε τις ομορφιές του τόπου αυτού, αλλά και να διαπιστώσετε το μέγεθος της προσπάθειας που έχει γίνει τα τελευταία χρόνια για να μπορέσει η Ελλάδα να συνεχίσει να είναι στην καρδιά του ευρωπαϊκού γίγνεσθαι και να συμμετέχει στο ευρωπαϊκό όραμα.
Μιλώντας για την πολιτική συνοχής που είναι και το σημερινό μας αντικείμενο πρέπει κανείς να πει ότι κακώς συνδέουμε τη συζήτηση πάντα με το ζήτημα της διαχείρισης των ευρωπαϊκών διαρθρωτικών και επενδυτικών ταμείων, γιατί η πολιτική συνοχής είναι στην πραγματικότητα στην καρδιά ολόκληρου του ευρωπαϊκού οράματος. Χωρίς οικονομική, κοινωνική και εδαφική συνοχή δεν μπορεί να υπάρχει ενιαία Ευρώπη.

Αυτό αποκτά ιδιαίτερη σημασία σήμερα στις συνθήκες της δημοσιονομικής κρίσης και της κρίσης χρέους που ταλαιπωρεί πολλές από τις ευρωπαϊκές χώρες και βέβαια αυτό αναγνωρίζεται πλέον και θεσμικά μέσα από τη σύνδεση της διαχείρισης των ταμείων συνοχής με τους θεσμούς της οικονομικής διακυβέρνησης, όπως το ευρωπαϊκό εξάμηνο και άλλοι αντίστοιχοι θεσμοί ή κανονισμοί.

Η ιδέα της ευρωπαϊκής ενοποίησης βασίζεται στην αντίληψη ότι όλοι μαζί μπορούμε καλύτερα. Αυτό προϋποθέτει αμοιβαίες υποχωρήσεις. Αυτό είναι αντίθετο στην παλιά αντίληψη των διεθνών σχέσεων των οικονομικών μεταξύ κρατών, όπου ο καθένας προσπαθούσε να κερδίσει εις βάρος του γείτονά του. Αυτή η προστατευτική πολιτική στο εμπόριο έχει ευτυχώς χαθεί από τον σημερινό κόσμο, εν πάση περιπτώσει έχει περιοριστεί πολύ σημαντικά. Πρέπει, όμως, να δώσουμε πολύ μεγάλη προσοχή στο να μην αντικατασταθεί αυτή η παλιά μερκαντιλιστική πολιτική του προστατευτισμού στο εμπόριο από μια νέα μορφή ίδιας φιλοσοφίας όπου μέσω της δημοσιονομικής της νομισματικής πολιτικής θα επιτυγχάνεται ή θα επιδιώκεται ο ίδιος σκοπός, του να κερδίσει, δηλαδή, ο ένας εταίρος εις βάρος του άλλου.

Αυτά τα λέω γιατί σήμερα αναπτύσσεται στην Ε.Ε. ένα ρήγμα μεταξύ βορρά και νότου το οποίο αν η Ε.Ε. δεν το αντιμετωπίσει, αν όλοι εμείς τα κράτη μέλη και οι ίδιοι θεσμοί της Ε.Ε. δεν τα αντιμετωπίσουμε εγκαίρως θα εκτροχιάσουν ολοσχερώς το ευρωπαϊκό εγχείρημα. Αν δεν καταφέρουμε να περιορίσουμε τις συνέπειες αυτού του ρήγματος με στοχευμένες πολιτικές τότε θα δούμε σε όλη την Ευρώπη και ήδη το βλέπουμε να ενισχύονται οι αντιευρωπαϊκές δυνάμεις.

Έχουμε δει ότι οι κοινωνικές συνέπειες της οικονομικής κρίσης σε πολλές χώρες με την Ελλάδα κατ’ εξοχήν παράδειγμα να έχουν οδηγήσει σε ενίσχυση των άκρων του πολιτικού φάσματος. Το είδαμε και στις ευρωεκλογές και στις δημοσκοπήσεις και στα αριστερά και στα δεξιά. Αυτά βέβαια τα άκρα είναι αντίθετα στη φιλοσοφία τους, όπως και αν παρουσιάσουν τα επιμέρους προγράμματά τους, στην καρδιά της φιλοσοφίας τους είναι αντίθετα με τις θεμελιώδεις αρχές της Ε.Ε., του συνδυασμού της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας με την ελεύθερη αγορά.

Βλέπουμε σήμερα να υπάρχει σε πολλές χώρες του βορρά μια εμμονή ακόμα στο στόχο της καταπολέμησης του πληθωρισμού που δεν δείχνει να αντιστοιχίζεται με τα σημερινά πραγματικά δεδομένα του αποπληθωρισμού. Αυτό πρέπει να αντιμετωπιστεί γιατί αυτό είναι πίσω από την αδυναμία της Ε.Ε. και ορισμένων χωρών του βορρά να δεχτούν μια επεκτατική πολιτική είτε στο επίπεδο το δημοσιονομικό με μια ευελιξία στους κανόνες και στην ερμηνεία τους είτε στο επίπεδο της νομισματικής πολιτικής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και αυτό μπορεί να οδηγήσει στις δυσάρεστες συνέπειες που προανέφερα.

Βλέπουμε ότι η πολιτική που ο κ. Ντράγκι εξήγγειλε συνάντησε σοβαρές αντιστάσεις, ενώ δεν είναι καν επαρκής, είναι στη σωστή κατεύθυνση, αποδείχτηκε όμως και από την επίπτωση την πολλή μικρή προς τα παρόν που είχε στους δείκτες και στις εκτιμήσεις περί του πληθωρισμού στους μελλοντικούς δείκτες των 5 yield rate. Απεδείχθη ότι αυτή η πολιτική δεν επαρκεί και χρειάζεται οπωσδήποτε επέκταση. Χρειάζεται κατά την άποψη μου και η δυνατότητα της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας να αγοράζει κρατικά ομόλογα, όπως αντιμετωπίστηκε και σε άλλα μέρη του πλανήτη η δημοσιονομική οικονομική κρίση.

Αυτά στην Ελλάδα μπορούμε πια να τα λέμε με μια νέα αυτοπεποίθηση, γιατί η Ελλάδα παρά το γεγονός ότι έχει υποστεί μείωση 25% του Ακαθαρίστου Εγχωρίου Προϊόντος της τα τελευταία 6 χρόνια, παρά το γεγονός ότι αναγκάστηκε να κάνει μια πολύ βίαιη δημοσιονομική προσαρμογή, ούτως ώστε από διψήφια ελλείμματα να φτάσει πέρυσι, ένα χρόνο πριν το πρόγραμμα να έχει πρωτογενές πλεόνασμα, μέσα σε αυτές τις συνθήκες πρώτευσε μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ στις μεταρρυθμίσεις. Γι’ αυτό μπορούμε να τα πούμε αυτά με μια νέα αυτοπεποίθηση, να δούμε ότι υπάρχουν και άλλες χώρες της Ευρώπης σε πολύ χειρότερη στην πραγματικότητα θέση από την Ελλάδα ως προς την ανάγκη τους στην προσαρμογή έστω και αν οικονομικά είναι καλύτερα από την Ελλάδα.

Μπορούμε, όμως, να τα πούμε αυτά έχοντας και επίγνωση του μεγέθους του προβλήματος και της πολύ μεγάλης ανησυχίας που προκαλεί το γεγονός ότι στην ελληνική κοινωνία έχουν εξαντληθεί οι αντοχές. Αν αυτό δεν γίνει κατανοητό από τους εταίρους μας είναι επόμενο ότι νωρίτερα ή αργότερα το εκλογικό Σώμα, οι πολίτες θα οδηγηθούν προς τα άκρα, πράγμα το οποίο θα έχει καταστροφικές συνέπειες όχι μόνο για την Ελλάδα, αλλά και για το ευρωπαϊκό όραμα και πρόγραμμα συνολικά.

Δύο λόγια για τα ταμεία, η Ελλάδα έχει ένα πρόγραμμα 20 δισεκατομμυρίων πολύ ικανοποιητικό, να διαχειρισθεί στο πλαίσιο του συμφώνου εταιρικής σχέσης για την επόμενη επταετία. Χρειάζεται και εδώ να υπάρχει μια ευελιξία ούτως ώστε αυτό το επταετές πρόγραμμα να προσαρμόζεται στις κατά περίπτωση συνθήκες. Βλέπουμε ότι υπάρχει μια στροφή των πόρων σε σχέση με την προηγούμενη περίοδο, από τα έργα υποδομής σε τομείς όπως η καινοτομία και η επιχειρηματικότητα. Είναι καλό επί της αρχής, θεμιτό, αλλά πρέπει να υπάρχει η δυνατότητα και η ευελιξία της μεταφοράς πόρων από το ένα επιχειρησιακό πρόγραμμα στο άλλο γιατί είναι αμφίβολη η δυνατότητα της συνολικής απορρόφησης από τα νέα επιχειρησιακά προγράμματα, ενώ υπάρχουν σοβαρές ελλείψεις υποδομών, όπως για παράδειγμα, μεταξύ των άλλων, στον οδικό άξονα της Κρήτης. Αυτή η ευελιξία είναι απαραίτητη και στα ζητήματα της κοινωνικής συνοχής με το εμπροσθοβαρές πρόγραμμα που αντιμετωπίζει την κρίση του κοινωνικού χαρακτήρα, την αντιμετώπιση του προβλήματος των αστέγων, των ανθρώπων που στερούνται τα βασικά και που μπορούμε με την αξιοποίηση των πόρων αυτών να ικανοποιήσουμε.

Ευχαριστώ.