Ευχαριστώ, κύριε Πρόεδρε.
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, είπα και σε άλλη περίσταση ότι συγκρούονται και στη Συνταγματική Αναθεώρηση δύο φιλοσοφίες αυτή τη στιγμή και η ομιλία του προλαλήσαντος συναδέλφου, του κ. Βίτσα, μου δίνει την ευκαιρία να επισημάνω μερικά από αυτά τα σημεία και αυτά που θεωρώ ότι είναι οι παρανοήσεις του ΣΥΡΙΖΑ, πέραν των ιδεολογικών αγκυλώσεων, που εγώ διαγιγνώσκω και των διαφορών που έχουμε ως προς τις πολιτικές μας θέσεις.
Μας είπε μόλις ο κ. Βίτσας ότι ο ΣΥΡΙΖΑ θέλει να ενσωματώσει στο Σύνταγμα διατάξεις που θα διασφαλίζουν μια δίκαιη αντιμετώπιση των κρίσεων. Περίπου, λέω με δικά μου λόγια κάτι που είπατε μεταξύ των άλλων, για να μην πω ότι είπατε αυτό μόνο. Επίσης η δική μας πλευρά βασίζεται, κατά τον κ. Βίτσα, σε μία φιλοσοφία -ο ίδιος το ονομάζει νεοφιλελευθερισμό- που λέει ότι οι κρίσεις πια δεν υπάρχουν ή ότι μπορεί να θεραπευτούν οι κρίσεις ή μπορεί να απαλλαγούμε από τις κρίσεις.
Ουδέν ανακριβέστερον, κύριε συνάδελφε. Ασφαλώς έχουν υπάρξει τέτοιου είδους παρανοήσεις από όλες τις πλευρές στο παρελθόν. Στην πραγματικότητα αυτό στο οποίο αναφέρεστε, βεβαιότητες τέτοιου είδους, είναι η κοινή ιδεολογική μήτρα, η δική σας με κάποιες αντιλήψεις πολιτικές που ανήκαν και σε άλλους χώρους, που ξεκινούν από τον 19ο αιώνα και βασίζονται στην πλάνη της εποχής ότι ο άνθρωπος μπορεί να προβλέψει τα πάντα και να ρυθμίσει την πραγματικότητα σαν μία μηχανή.
Σήμερα και με τα όσα έχουν συμβεί ειδικά στον 20ο αιώνα, αλλά και όσα έχουν επέλθει στον ιδεολογικό διάλογο και στον επιστημονικό διάλογο σε πολλές περιπτώσεις, ξέρουμε ότι αυτά δεν μπορούν να γίνουν, γιατί υπάρχει ο παράγοντας βεβαιότητα, υπάρχει ο παράγοντας πολυπλοκότητα της ζωής. Γι’ αυτό κατέρρευσε το οικοδόμημα που χτίστηκε πάνω σε αυτές τις ιδέες στον πρώην κομμουνιστικό κόσμο, δηλαδή επειδή δεν μπορούσε να αντιμετωπίσει την πολυπλοκότητα, το σύνθετο της ζωής.
Δεν θέλω να κάνω κατάχρηση στα ακαδημαϊκά ζητήματα για να προλάβω να πω ορισμένα ειδικότερα και θα επανέλθω, αν υπάρχει χρόνος, προς το τέλος.
Κοινό λάθος αυτών και υμών, που θέλετε κι εσείς και πιστεύετε, κύριε Βίτσα, είναι ότι μπορείτε να προβλέψετε και να αντιμετωπίσετε εκ των προτέρων κρίσεις. Γι’ αυτό θέλετε να βάλετε στο Σύνταγμα, το οποίο αφορά τον μακρό χρόνο, ρυθμίσεις και διατάξεις που περιορίζουν ή προσδιορίζουν δημόσιες πολιτικές, με τις σημερινές βεβαιότητες. Εδώ είναι η βασική μας διαφορά.
Έρχομαι τώρα στα ειδικότερα. Η αντίληψη, λοιπόν, αυτή του ΣΥΡΙΖΑ καταλήγει σε δυο βασικές διαφοροποιήσεις από τη δική μας άποψη. Η μία είναι ότι έχει ως όραμα ένα πατερναλιστικό κράτος που ρυθμίζει κάθε λεπτομέρεια της ζωής. Η άλλη εκφράζεται πάρα πολύ ξεκάθαρα στις αντιλήψεις περί έθνους, τις οποίες σε διάφορες περιπτώσεις έχουμε ακούσει από εσάς και στη συζήτηση για τη Συνταγματική Αναθεώρηση. Ακούσαμε και από την κ. Αχτσιόγλου πριν λίγο, στην αναφορά της στο άρθρο 21, τη δική σας άποψη.
Έχουμε πράγματι διαφορετική αντίληψη γι’ αυτό. Το άρθρο 21 παράγραφος 1, το οποίο η κ. Αχτσιόγλου θεωρεί, μεταξύ των άλλων, ότι πρέπει να εκσυγχρονιστεί λέει: «Η οικογένεια ως θεμέλιο της συντήρησης και προαγωγής του έθνους, καθώς και ο γάμος, η μητρότητα και η παιδική ηλικία τελούν υπό την προστασία του κράτους».
Για τους περισσότερους Έλληνες αυτή είναι μία αυτονόητη διατύπωση. Εσείς θέλετε να βάλετε εδώ και το ζήτημα του ελαχίστου εγγυημένου εισοδήματος, της προστασίας ενός ελαχίστου επιπέδου διαβίωσης των πολιτών, το οποίο υπάρχει σαφώς σαν υποχρέωση του Κράτους σε άλλες διατάξεις.
Σας ενοχλεί, όμως, και το ακούσαμε αιδημόνως -θα έλεγα- από την κ. Αχτσιόγλου η αναφορά στην οικογένεια ως θεμέλιο του έθνους. Για εσάς είναι μία παλιομοδίτικη έννοια. Πρέπει, όμως, να σας πω ότι παλιομοδίτικη είναι η αντίδρασή σας. Είναι αντίδραση άλλων εποχών, ειδικά στην Ελλάδα. Είναι αντίδραση ενδεχομένως σε διαστρεβλώσεις της αντίληψης του έθνους, σε ιστορικές περιπέτειες της πατρίδας μας στις οποίες απαντάτε με όρους δεκαετίας του 1970.
Σήμερα η εθνική ταυτότητα αναγεννάται ως δύναμη στον κόσμο. Αυτό δεν μπορείτε να το παραβλέψετε. Θα πρόσθετα και κάτι άλλο. Εσάς μπορεί να μην σας αρέσει η έννοια του έθνους. Όμως, η Κοινοβουλευτική Δημοκρατία, την οποία η συντριπτική πλειοψηφία των Ελλήνων εξακολουθεί να θεωρεί το καλύτερο σύστημα και αυτό που είναι η βάση του πολιτεύματός μας -και θέλουμε να είναι για πάντα- η Κοινοβουλευτική Δημοκρατία, λοιπόν, δεν είναι τυχαίο ότι αναπτύχθηκε παράλληλα με το έθνος-κράτος. Επίσης, δεν είναι τυχαίο ότι σήμερα υπερεθνικοί οργανισμοί, όπως η Ευρωπαϊκή Ένωση, παρότι προάγουν μία σειρά από αγαθά, πάσχουν ως προς τη Δημοκρατία και το αναγνωρίζουν.
Άρα, μην προσπαθείτε να διαγράψετε τόσο εύκολα το έθνος. Θα έχετε απέναντί σας και τους Έλληνες, αλλά έχετε απέναντί σας και τη λογική, γιατί προσθέτω ότι και στη δική σας λογική υπάρχει -και ορθώς- η έννοια της κοινωνικής συνοχής.
Για να λειτουργήσει ένα κράτος, μία πολιτεία, μια κοινωνία χρειάζεται κοινωνική συνοχή. Δεν τη διασφαλίζεις μόνο με το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα την κοινωνική συνοχή. Τη διασφαλίζεις και με την αίσθηση της ταυτότητας που είναι απαραίτητο να υπάρχει. Άρα, καμία αλλαγή στο άρθρο 21 παράγραφος 1.
Στο ίδιο άρθρο θέλετε να προσθέσετε μία παράγραφο για τον δημόσιο έλεγχο των κοινωνικών αγαθών, όπως τα ονομάζετε εσείς. Ο συνάδελφος κ. Τζαβάρας, ανέλυσε σωστά τη σύγχυση που υπάρχει εδώ, από την πλευρά σας, μεταξύ δημοσίων και κοινωνικών αγαθών. Δεν θα υπεισέλθω σε αυτό. Εγώ δεν είμαι νομικός και δεν θέλω να μπω σε αυτή τη διάσταση της κουβέντας.
Υπάρχει, όμως, εδώ κάτι που πρέπει να επισημανθεί. Εδώ συζητάμε νομικά, συνταγματικά για κάποιες έννοιες που συνδέονται με πραγματικότητες της οικονομίας. Ας αφήσουμε κατά μέρος το αν θέλουμε ή δεν θέλουμε και ποιος θέλει τον δημόσιο έλεγχο. Κι εσείς οι ίδιοι θέλετε τον δημόσιο έλεγχο σε αυτά που ονομάζετε «κοινωνικά αγαθά» για να μπορούν να τα απολαύσουν οι περισσότεροι πολίτες. Έτσι δεν είναι;
Η ιστορική εμπειρία, όμως, έχει δείξει -και η οικονομική επιστήμη έχει αποδείξει γιατί- ότι, όπου ασκείται πλήρης δημόσιος έλεγχος στην παραγωγή αυτών των αγαθών, το αποτέλεσμα είναι η οικονομική καταστροφή και τελικά δεν απολαμβάνει το δημόσιο αγαθό κανείς. Αυτή είναι μια πραγματικότητα την οποίαν δεν μπορείτε να κάνετε ότι δεν βλέπετε. Είναι, λοιπόν, λάθος η οικονομική βάση.
Έχετε δει τι έχει συμβεί, για παράδειγμα, στις τηλεπικοινωνίες όπου «έσπασαν» τα κρατικά μονοπώλια διεθνώς και μπορέσαμε να ακολουθήσουμε την τεχνολογία και να απολαμβάνουμε όλοι υπηρεσίες καλύτερες από ότι στο παρελθόν
Είναι άλλο πράγμα το κράτος να έρχεται και να επιβάλλει, όπως πρέπει, ένα ελάχιστο της παροχής καθολικής υπηρεσίας και άλλο να έχει τον δημόσιο έλεγχο, να είναι ουσιαστικά το κράτος επιχειρηματίας.
Είπα και πριν ότι αντιλήψεις που ξεκινούν από τις φιλοσοφίες τέτοιου είδους, που βασίζονται και σε μία εξιδανίκευση του κράτους, η αλήθεια είναι ότι δεν συναντάει μόνο στην Αριστερά. Μια τέτοια επιβίωση, μιας τέτοιας προσέγγισης του κράτους ως μιας «ιερής αγελάδας» -νομίζω- υπάρχει στο άρθρο 22 όπως είναι στο Σύνταγμα.
Ξέρετε, εγώ ενδεχομένως είμαι πολύ αιρετικός. Σε αυτά τα άρθρα που συζητάμε πιστεύω ότι δεν πρέπει να προστεθεί τίποτα. Αντιθέτως, θεωρώ ότι μερικές φράσεις μπορούν κάλλιστα να αφαιρεθούν και πρέπει να αφαιρεθούν. Στο άρθρο 22 παράγραφος 1 λέει το Σύνταγμα ότι «η εργασία αποτελεί δικαίωμα και προστατεύεται από το κράτος, που μεριμνά για τη δημιουργία συνθηκών απασχόλησης όλων των πολιτών». Υποθέτω ότι όλοι συμφωνούμε, προσυπογράφουμε και επικροτούμε. Συνεχίζει όμως και ορίζει ότι, εκτός των άλλων, το κράτος, μεριμνά και «για την ηθική και υλική εξύψωση του εργαζόμενου αγροτικού και αστικού πληθυσμού».
Το άρθρο στο σημείο αυτό υπονοεί ότι το κράτος βρίσκεται σε μία κατάσταση ηθική, ανώτερη από την κοινωνία και έχει τη δυνατότητα να εξυψώσει την κοινωνία και τους πολίτες. Μάλιστα μια ενδιαφέρουσα λεπτομέρεια είναι ότι βάζει και μια διάκριση μεταξύ αγροτικού και αστικού πληθυσμού, λες και έχουν διαφορετικές ανάγκες. Επειδή εμείς δεν πιστεύουμε ότι το κράτος έχει τέτοιου είδους διαστάσεις ούτε μπορεί να κάνει αυτά τα πράγματα, προσωπικά πιστεύω ότι η αναφορά αυτή θα μπορούσε και να διαγραφεί.
Άρα, συνοψίζοντας, δεν χρειάζονται προσθήκες στα άρθρα που συζητάμε σήμερα, δεν χρειάζεται να γίνει πιο βαρύ το Σύνταγμά μας, δεν χρειάζεται να γίνει πιο βαρύ από τη ρυθμιστική πλευρά το κράτος μας. Μην βασίζεστε στις βεβαιότητες του σήμερα για να χτίσετε ένα κράτος τού αύριο.
Θα καταλήξετε σε λάθη σαν αυτά που οδήγησαν στην κατάρρευση των κρατών της Ανατολικής Ευρώπης, θα καταλήξετε σε λάθη σαν αυτά που έκαναν και από την πλευρά του δυτικού κόσμου, της ελεύθερης οικονομίας, αυτοί που πίστευαν πριν το 2007, 2008, ότι μπορούν να προβλέψουν και αυτοί τα πάντα ως προς την εξέλιξη της οικονομίας.
Το κράτος δεν γνωρίζει τα πάντα. Οι κοινωνίες, η αγορά, οι πολίτες τελικά, τα πρόσωπα, μέσα στην ελευθερία τους, σε πολλές περιπτώσεις γνωρίζουν καλύτερα, μπορούν καλύτερα και γι’ αυτό πρέπει να αφήνονται ελεύθεροι.