Εισήγηση του Μανούσου Βολουδάκη ως Γενικός Εισηγητής της ΝΔ για τον κρατικό προϋπολογισμό του 2020 στην Επιτροπή Οικονομικών της Βουλής. Πρόκειται για ένα προϋπολογισμό που αποτυπώνει την προσπάθεια να ξαναμπεί η Ελλάδα στο δρόμο της ευημερίας και της ανάπτυξης, μετά από 10 χρόνια κρίσης.
Το βίντεο της παρέμβασης:
Το κείμενο της ομιλίας (από τα πρακτικά):
Ο Προϋπολογισμός του 2020 φιλοδοξεί να ξαναβάλει την Ελλάδα στο δρόμο της ευημερίας και της ανάπτυξης, μετά από 10 χρόνια κρίσης, ένα δρόμο στον οποίο η πατρίδα μας άρχιζε ήδη να βαδίζει το 2014, μετά από μια οργανωμένη προσπάθεια σχεδόν 3 ετών και κυρίως μετά από πολλές θυσίες των Ελλήνων πολιτών. Τα πρώτα όμως, εκείνα σημάδια της ανάκαμψης πνίγηκαν μέσα στους καταστροφικούς αυτοσχεδιασμούς του πρώτου εξαμήνου του 2015, αλλά και στις συνέπειες της πολιτικής των υπερπλεονασμάτων που ακολούθησε.
Ο Προϋπολογισμός αποτυπώνει τις προοπτικές που δημιουργούν σήμερα μια σειρά πολιτικές που εξαγγέλθηκαν προεκλογικά, υπερψηφίστηκαν από τον ελληνικό λαό και σήμερα υλοποιούνται. Όταν η Κυβέρνηση αυτή ανέλαβε, καθώς ήταν απαραίτητη η συνεννόηση με τους θεσμούς στο πλαίσιο του μηχανισμού της ενισχυμένης εποπτείας στον οποίο υπόκειται στην πατρίδα μας από τον Αύγουστο του 2018, το δημοσιονομικό κενό, σύμφωνα με την εκτίμηση της Κυβέρνησης, ήταν 1 δισ. ευρώ. Το δημοσιονομικό κενό είναι η διαφορά μεταξύ του ποιο μπορεί να είναι το πρωτογενές πλεόνασμα που επιτυγχάνει η χώρα μας, σε σχέση με το στόχο τον οποίο προβλέπει ο μηχανισμός της ενισχυμένης εποπτείας, διάδοχος του παλαιού προγράμματος.
Ενώ υπήρχε αυτό το κενό του 1 δισ., η Κυβέρνηση εξήγγειλε, στη βάση των προεκλογικών της δεσμεύσεων, μια σειρά από μέτρα που θα διευκόλυναν τη ζωή των Ελλήνων πολιτών, θα ελάφρυναν το οικονομικό βάρος το οποίο υφίσταντο, μέτρα επεκτατικά, κυρίως φορολογικά, ύψους 1,2 δισ. ευρώ. Άρα, το κενό έτσι έφτανε στα 2,2 δισ., όμως μετά έγινε συστηματική δουλειά, όπως μπορεί να αποδειχθεί και θα αποδειχθεί και στο Προσχέδιο και στον Προϋπολογισμό, γραμμή – γραμμή στις δαπάνες. Έγινε μια δημοσιονομική εξυγίανση και διορθώθηκαν οι υπερβολικές προβλέψεις στον Προϋπολογισμό και όλα αυτά σε συνδυασμό με τη βελτίωση του οικονομικού κλίματος, επέτρεψαν τελικά την κάλυψη του κενού.
Ο Προϋπολογισμός, λοιπόν, μετά από αυτά, επιτυγχάνει το στόχο του πρωτογενούς πλεονάσματος του 3,5% του Α.Ε.Π., που προβλέπεται στη συμφωνία με τους πιστωτές και στο μηχανισμό της ενισχυμένης εποπτείας. Τη συμφωνία είναι αυτή είναι αλήθεια ότι τη διαπραγματεύτηκε και την υπέγραψε η Κυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ. Δεσμεύει όμως, προφανώς, τη χώρα μας, έστω και αν αυτό το 3,5% είναι ένα πολύ μεγάλο ποσοστό.
Η στρατηγική που έχει εξαγγείλει ο Πρωθυπουργός για τη διαχείριση του προβλήματος των πολύ υψηλών πλεονασμάτων, θέτει ως προϋπόθεση την επανάκτηση της αξιοπιστίας της χώρας και την επιβεβαίωση της σταθερής πορείας της προς τις μεταρρυθμίσεις, της δημοσιονομικής εξυγίανσης και την απελευθέρωσης των παραγωγικών δυνάμεων του τόπου. Για το 2019 και το 2020, λοιπόν, οι στόχοι των πλεονασμάτων θα επιτευχθούν. Στη συνέχεια και αφού θα έχει αποδειχθεί η αξιοπιστία και η μεταρρυθμιστική δυναμική της χώρας, θα τεθεί το ζήτημα της ανάγκης μείωσης των πρωτογενών πλεονασμάτων, στα οποία δέσμευσε τη χώρα η προηγούμενη Κυβέρνηση μέχρι το 2060.
Ήδη, όμως, τα πρώτα σημάδια της ανάκαμψης και ο διαθέσιμος δημοσιονομικός χώρος, μετά και από την εξυγίανση των δημοσίων οικονομικών, που αναφέρθηκε νωρίτερα, επιτρέπουν μια πολιτική ήπια επεκτατική, η οποία αυξάνει άμεσα το διαθέσιμο εισόδημα των πολιτών με τις φορολογικές ελαφρύνσεις, ενώ δημιουργεί παράλληλα, προοπτικές μακροπρόθεσμης ανάπτυξης της οικονομίας, μέσω της προσέλκυσης των ιδιωτικών επενδύσεων και της ουσιαστικής αξιοποίησης του προγράμματος δημοσίων επενδύσεων.
Ας δούμε όμως τα βασικά μεγέθη του προϋπολογισμού του 2020, όπως αποτυπώνονται στο προσχέδιο του, θα επικεντρωθώ μόνο στα πολύ βασικά, για να μην κουράζεται όποιος ενδεχομένως παρακολουθεί, που μπορεί μετά να ανατρέξει στα δημοσιευθέντα ήδη στοιχεία για τις λεπτομέρειες.
Ξεκινάμε την ανάγνωση από την τελευταία γραμμή, ο στόχος του 3,5% για το πρωτογενές πλεόνασμα, όπως προβλέπεται από το μηχανισμό της ενισχυμένης εποπτείας, θα επιτευχθεί. Για την ακρίβεια, το πρωτογενές πλεόνασμα με τη μεθοδολογία αυτή θα είναι 3,56% του Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος, 7,26 δις ευρώ, δηλαδή, 120 εκατομμύρια ευρώ πάνω από τον στόχο.
Ο στόχος αυτός θα επιτευχθεί, παρά τις φορολογικές ελαφρύνσεις και τα μέτρα ύψους 1,2 δις, τα επεκτατικά μέτρα που ήδη ψηφίστηκαν ή δρομολογούνται και παρά το γεγονός ό,τι το δίχτυ ασφαλείας για τους οικονομικά ασθενέστερους ενισχύεται. Το κλειδί στην επίτευξη των στόχων αυτών, είναι η προσέλκυση των επενδύσεων του ιδιωτικού τομέα, η υλοποίηση των επενδύσεων του δημόσιου τομέα ως μέσο πραγματικής αξιοποίησης του προγράμματος δημοσίων επενδύσεων και δια αυτών, η ταχύτερη αύξηση του ακαθάριστου εθνικού προϊόντος.
Μια πολύ γρήγορη ματιά στα βασικά μεγέθη, τα έσοδα και τις δαπάνες του προϋπολογισμού που δείχνουν πως φθάνουμε σ’ αυτόν το στόχο, του πλεονάσματος, του 3,5%, προβλέπονται το 2020 καθαρά έσοδα του κρατικού προϋπολογισμού, 54 δις και 129 εκατομμύρια ευρώ, με δαπάνες την ίδια στιγμή, 57 δις και 52 εκατομμύρια ευρώ. Εδώ μέσα τώρα σε αυτόν τον λογαριασμό των δαπανών, υπάρχουν και οι τόκοι, είναι αυτό που αφαιρείται από τις δαπάνες για να καταλήξουμε -είναι μία από τις γραμμές που αφαιρούνται από τις δαπάνες, για να καταλήξουμε στο πρωτογενές πλεόνασμα- οι τόκοι εδώ λοιπόν είναι σε ακαθάριστη βάση 6 δισεκατομμύρια.
Άρα, ξεκινάμε εδώ στον κρατικό προϋπολογισμό με ένα έλλειμμα 2,9 δις, το οποίο αν προστεθούν σε αυτό οι τόκοι, βεβαίως μετατρέπονται σε πλεόνασμα, θα το δούμε παρακάτω το πως. Πέραν των στοιχείων αυτών, του κρατικού προϋπολογισμού, υπάρχει το ισοζύγιο των νομικών προσώπων, το οποίο είναι επίσης θετικό με ένα πλεόνασμα περίπου 2,8 δισεκατομμυρίων ευρώ, το ισοζύγιο του νοσοκομείων, επίσης, θετικό, με ένα πλεόνασμα 50 εκατομμυρίων ευρώ, για να καταλήξουμε σε ένα ισοζύγιο της Γενικής Κυβέρνησης, με ένα έλλειμμα 92 εκατ. ευρώ. Θα κλείσουν όλα αυτά σύντομο για κάποιον που παρακολουθεί.
Προστίθεται ένα πλεόνασμα στο ισοζύγιο των Ο.Τ.Α., 194 εκατομμύρια, ένα πλεόνασμα στο ισοζύγιο των οργανισμών κοινωνικής ασφάλισης της τάξεως 1,8 δις, για να καταλήξουμε τελικά σε ένα πρωτογενές αποτέλεσμα της Γενικής Κυβέρνησης, σύμφωνα με τους γενικούς κανόνες τους ευρωπαϊκούς, τους λογιστικούς, τους ESA κανόνες, ένα πρωτογενές πλεόνασμα το οποίο φτάνει στα 7 δισ., 178 εκατ. ευρώ ή 3,6% του Α.Ε.Π.. Αυτό θα ήταν το τελικό αποτέλεσμα αν η πατρίδα μας δεν ήταν στο καθεστώς της ενισχυμένης εποπτείας.
Επειδή είμαστε στο καθεστώς της ενισχυμένης εποπτείας, έχουμε μια σειρά από προσαρμογές, δεν χρειάζεται να τις διαβάσω όλες, ξεκινάμε από το πλεόνασμα των 7 δισεκατομμυρίων, 178 εκατομμυρίων και μετά από τις προσαρμογές φτάνουμε σε ένα πλεόνασμα τελικό, σύμφωνα με τον μηχανισμό της ενισχυμένης εποπτείας, 7,026 δισεκατομμυρίων, όπου είναι το 3,56% του Α.Ε.Π.. Ένα Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν που θα φτάσει τα 197 δις, 315 εκατομμύρια με αύξηση δηλαδή 2,8%. Θέλω να ελπίζω ότι στη συνέχεια θα είμαι λιγότερο κουραστικός και ότι δεν θα διαβάζω πίνακες με αριθμούς, αλλά σε μια συζήτηση για τον προϋπολογισμό, είναι και αυτό απαραίτητο.
Αυτό το 2,8% της αύξησης του Εθνικού Προϊόντος, είναι αυτό από το οποίο εξαρτάται τελικά και η πραγματοποίηση του κάθε Προϋπολογισμού κάθε χρόνο, αλλά αυτό που αποδίδει τελικά και ποια είναι η κατάσταση για τους πολίτες. Η ευημερία μιας χώρας κρίνεται κυρίως από το ρυθμό της ανάπτυξής της.
Είναι ρεαλιστικό το 2,8%; Είναι ρεαλιστικό.
Το 2019, το οποίο ήταν ένα έτος το οποίο ξεκίνησε με ένα κακό πρώτο εξάμηνο- για πολλούς λόγους και για την προεκλογική αστάθεια- θα κλείσει τελικά με ένα ρυθμό μεγέθυνσης του Α.Ε.Π. της τάξεως του 2%, υψηλότερα από το 2018 και με ιδιαίτερη βελτίωση στο δεύτερο εξάμηνο του 2019. Έχουμε ήδη λοιπόν, μια εκτίμηση για το 2019 στο 2% αύξηση στο Α.Ε.Π.. Σε αυτό τώρα πρέπει να προστεθούν οι επιπτώσεις που θα έρθουν από τις επεκτατικές πολιτικές του Προϋπολογισμού αυτού, δηλαδή, η περαιτέρω επίπτωση στο Εθνικό Προϊόν από τη μείωση της φορολογίας και την τόνωση στη συνολική ζήτησης που προκαλεί αυτό και βέβαια, από την αύξηση των επενδύσεων, τόσο λόγω της προσέλκυσης ιδιωτικών επενδύσεων με την συνολική πολιτική της Κυβέρνησης αυτής, που αποτυπώνεται και στο νομοσχέδιο επενδύσεων στην Ελλάδα που συζητείτο έως χθες στην Επιτροπή Παραγωγής και Εμπορίου, αλλά βέβαια και με την προσπάθεια να αξιοποιηθεί πραγματικά το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων.
Αυτά έχουν αποτυπωθεί ήδη και στους δείκτες του κλίματος της οικονομίας. Ο γενικός δείκτης οικονομικού κλίματος που μετρά το ΙΟΒΕ, διαμορφώθηκε τον Σεπτέμβριο στις 107,2 μονάδες, για τις οποίες σημειώνει το ΙΟΒΕ, ότι η επίδοση αυτή είναι η υψηλότερη από τον Μάρτιο του 2008. Ταυτόχρονα, η καταναλωτική εμπιστοσύνη φτάνει στο υψηλότερο επίπεδο των τελευταίων 19 ετών.
Άρα λοιπόν, 2% ανάπτυξη το 2019, πρόσθετα επεκτατικά μέτρα- φορολογικά και άλλα- συν πολιτική επενδύσεων που έρχεται, με αυτό το κλίμα κάνουν, πιστεύω, το 2,8% μια ρεαλιστική εκτίμηση, όπως θα μας τα πει και ο κ. Κουτεντάκης, «υπό όρους» έστω, λέει και το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής, υπό όρους σε σχέση με το πρόγραμμα του 2019 για την πραγματική εικόνα του 2019.
Από ποιες πολιτικές προκύπτουν αυτά τα βασικά μεγέθη;
Προκύπτουν από την εξέλιξη της οικονομικής ζωής και από μερικές πρόσθετες πολιτικές. Στην πλευρά την επεκτατική, είπα ήδη, ότι έχουμε να συνολικό πρόγραμμα ύψους 1,2 δις ευρώ, είναι μέτρα που έχουν ήδη συζητηθεί επαρκώς και εκτενώς και δεν θα μπω σε λεπτομέρειες και αναφέρω μόνο τα εμβληματικά: Είναι το επίδομα των 2.000 ευρώ στις νέες οικογένειες, είναι η αναμόρφωση της φορολογίας του εισοδήματος φυσικών προσώπων, είναι η μείωση των ασφαλιστικών εισφορών για τους απασχολούμενους πλήρους απασχόλησης, είναι η μείωση του φόρου εισοδήματος των Νομικών Προσώπων και των διανεμομένων κερδών και είναι και τα μέτρα για την οικοδομική δραστηριότητα που πρόκειται να συζητηθούν σε λίγο με το φορολογικό νομοσχέδιο. Αυτά όλα αθροίζουν σε 1,2 δις ευρώ επεκτατικής πολιτικής.
Ταυτόχρονα, υπάρχουν παρεμβάσεις βελτίωσης του δημοσιονομικού αποτελέσματος, της εξυγίανσης για την οποία ήδη αναφέρθηκα, που φτάνουν στο σύνολο το 1,9 δις ευρώ. Το μεγαλύτερο από τα κονδύλια εδώ, είναι η διεύρυνση της φορολογικής βάσης με μέτρα προώθησης των ηλεκτρονικών συναλλαγών και η καταπολέμησης της φοροδιαφυγής- έχουμε δει ήδη και μέσα στη χρήση του 2019 να υπάρχουν αποτελέσματα και είναι ακόμη ο περιορισμός της υποεκτέλεσης των λειτουργικών και άλλων δαπανών, με αναπροσαρμογή των οροφών δαπανών. Με δύο λόγια, ο περιορισμός του φαινομένου όπου τα Υπουργεία «έγραφαν» πολύ υψηλές δαπάνες στον Προϋπολογισμό, τις οποίες δεν μπορούσαν να υλοποιήσουν, δημιουργώντας διπλό πρόβλημα και μη δυνατότητος υλοποίησης του Προϋπολογισμού, αλλά και βέβαια του περιορισμού της μεγέθυνσης που φέρνει ο λάθος αυτός προγραμματισμός.
Με αυτές, λοιπόν, τις προσαρμογές φτάνουμε στο στόχο.
Θέλω να κάνω μια σύντομη ειδική αναφορά, στο πρόγραμμα των δημοσίων επενδύσεων. Για το 2020, προβλέπεται η διάθεση πόρων ύψους 6 δισεκατομμυρίων 750 εκατομμυρίων ευρώ, τα οποία σπάνε σε 6 δισ. που θα πάνε στα συγχρηματοδοτούμενα προγράμματα και 750 εκατ. ευρώ που αφορούν τα προγράμματα εθνικών πόρων, που χρηματοδοτούνται δηλαδή από εθνικούς πόρους και μόνον. Συζητούσαμε πάντα τα τελευταία χρόνια, για την υπό εκτέλεση του προγράμματος δημοσίων επενδύσεων από την προηγούμενη κυβέρνηση. Ήταν ένας τρόπος, που είχε η προηγούμενη κυβέρνηση να επιτυγχάνει τα πολύ υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα, στα οποία ήθελε να στοχεύει. Η πραγματικότητα όμως, είναι ακόμα χειρότερη από την «υπό εκτέλεση» όπως αποτυπώνεται στον προϋπολογισμό. Για παράδειγμα, το 2018 ο προϋπολογισμός των δημοσίων επενδύσεων ήταν, 6 δισ. 750 χιλιάδες, διαμορφώθηκε το πρόγραμμα στα 6 δισ. 237 εκατ., δηλαδή κάπου 500 εκατ. παρακάτω, αλλά στην πραγματικότητα εδώ κρύβονταν κάθε 1,2 δισ., τα οποία είχαν μεταφερθεί προς το τέλος του έτους στα νομικά πρόσωπα του δημόσιου, είχαν παρκαριστεί στα αποθεματικά των οργανισμών αυτών, για να μην φανεί λογιστικά η υπό εκτέλεση, αλλά όμως στην πραγματικότητα υπήρχε υπό εκτέλεση, γιατί αυτοί οι πόροι δεν μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν. Αυτό βέβαια, είχε πολύ σημαντικές αρνητικές επιπτώσεις στην ανάπτυξη και στην συνολική ευημερία.
Τώρα μπαίνουμε σε μια άλλη λογική. Το πρόγραμμα των 6 δισεκατομμυρίων 750 εκατομμυρίων ευρώ, θα υλοποιηθεί και αυτό θα φέρει ένα διαφορετικό αποτέλεσμα και είναι ένα από τα σημεία που διαφέρει πολύ η σημερινή πολιτική από την πολιτική της προηγούμενης κυβέρνησης.
Υπήρχε μια εμμονή με τα υπέρ πλεονάσματα στην προηγούμενη κυβέρνηση. Το υπέρ πλεόνασμα της τετραετίας που ΣΥΡΙΖΑ έφτασε στα 11,4 δισ., δηλαδή 11,4 δισ. περισσότερα από αυτά που οι θεσμοί είχαν συμφωνήσει, περισσότερα από αυτά που ήταν τα ματωμένα πλεονάσματα, όπως έλεγε παλιότερα ο ΣΥΡΙΖΑ. Είναι σαν να λέμε, έτσι πολύ χοντρά, τέσσερις φορές ο ΕΝΦΙΑ, είναι σαν να μην χρειαζόταν κάθε χρόνο ένας ΕΝΦΙΑ και αυτό το επέβαλε σαν πολιτική η κυβέρνηση. Φεύγουμε από την λογική, για να απελευθερωθούν οι παραγωγικές δυνάμεις του τόπου.
Ποια είναι η κριτική, που ακούμε τώρα από τον ΣΥΡΙΖΑ σχετικά με όλο αυτό; Διάβασα πρόσφατα συνέντευξη του κ. Τσακαλώτου, που λέει ότι «επιλέξαμε ένα ποσοστό αύξησης του Α.Ε.Π. αυθαίρετα, απλώς και μόνον για να κλείνει έτσι ο προϋπολογισμός». Υπονοεί λοιπόν, ότι το Α.Ε.Π. είναι διαφορετικό, προφανώς εννοεί μικρότερο γιατί αν ήταν μεγαλύτερο θα έλεγε ότι ήταν όλα καλά. Αν λοιπόν, λέει ο κ. Τσακαλώτος, ότι ο προϋπολογισμός κλείνει με ανυπόστατες υποθέσεις, τότε για να κλείσει ο προϋπολογισμός θα χρειάζεται είτε αύξηση φόρων είτε μείωση των δαπανών. Να μας πει, τι από τα δύο θα πρότεινε. Αν δεν έχουν να προτείνουν κάτι τέτοιο, ο κ. Τσακαλώτος και ο ΣΥΡΙΖΑ γενικά, ας μην εκφράσουν ξανά τέτοιες αμφιβολίες, γιατί η επιστροφή στην αντιπολίτευση δεν σημαίνει και επιστροφή στις μεγάλες εποχές, πριν το 2015.
Η άλλη συνηθισμένη κριτική είναι αυτή, που αφορά το ονομαζόμενο ταξικό πρόσημο της πολιτικής. Ως προς αυτό, έχουμε ακούσει πολλά για την επίπτωση στην διανομή στο εισόδημα, αλλά όσες θεωρίες και να λέμε ο ένας και ο άλλος, για αυτά τα πράγματα υπάρχει μια συναίνεση στην οικονομική επιστήμη και στο δημόσιο διάλογο διεθνώς, πώς μετρώνται. Υπάρχει λοιπόν, ένας δείκτης, ο συντελεστής Gini. Δεν έχω πω χρόνο τώρα, να μπω σε λεπτομέρειες, αλλά έτσι μετριέται η ανισότητα. Είναι ένας δείκτης που πάει από 0 έως 100, το 0 δείχνει πλήρη ισότητα και το 100 πλήρη ανισότητα. Η Ελλάδα λοιπόν διαχρονικά, έχει μεγαλύτερο δείκτη εισοδηματικής ανισότητας από τον μέσο όρο της Ευρώπης. Το ενδιαφέρον είναι, ότι αυτή η διαφορά παραμένει και σε όλα τα χρόνια της πολιτικής της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, που υποτίθεται ότι έκανε την πολιτική με το αριστερό πρόσημο και της αναδιανομής υπέρ των αδυνάτων. Ακόμα πιο ενδιαφέρον είναι ότι όταν υπολογίσει κανείς την επίπτωση των επιδομάτων, των κοινωνικών μεταβιβάσεων, η ανισότητα αντί να μειωθεί, αυξάνεται έστω και λίγο. Αυτά για τα ταξικά πρόσημα και να ξέρουμε, ότι στα οικονομικά πρέπει να μιλάμε με αριθμούς. Δεν είναι δυνατόν μόνον στη βάση των εντυπώσεων, να προσπαθούμε να ασκούμε πολιτική.