Ο Μανούσος Βολουδάκης στην Ολομέλεια της Βουλής ως Γενικός Εισηγητής της ΝΔ στον Κρατικό Προϋπολογισμό του 2020

Με την ομιλία του Μανούσου Βολουδάκη ως Γενικού Εισηγητή της ΝΔ παρουσία του πρωθυπουργού, Κυριάκου Μητσοτάκη, και του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης Αλέξη Τσίπρα, άρχισε σήμερα το απόγευμα στην αίθουσα της Ολομέλειας της Βουλής, η πενθήμερη συζήτηση του κρατικού Προϋπολογισμού του 2020.

Η συζήτηση θα κορυφωθεί την ερχόμενη Τετάρτη 18 Δεκεμβρίου, με τις τοποθετήσεις των επικεφαλής των κομμάτων, και θα ολοκληρωθεί τα μεσάνυχτα της ίδιας ημέρας με την ονομαστική φανερή ψηφοφορία.
Μπορείτε παρακάτω να παρακολουθήσετε το βίντεο της ομιλίας του Μανούσου Βολουδάκη αλλά και να την διαβάσετε από τα πρακτικά της συνεδρίασης:

Πρακτικά της συνεδρίασης:

“Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, ο Προϋπολογισμός του 2020 υλοποιεί τις πολιτικές που εξαγγέλθηκαν προεκλογικά, υπερψηφίστηκαν από τον ελληνικό λαό και σήμερα τίθενται σε εφαρμογή. Αποτυπώνει μια οικονομική πολιτική που βασίζεται σε φιλοσοφία τελείως διαφορετική από αυτή που επικρατούσε τα προηγούμενα τέσσερα χρόνια. Βασίζεται στην πεποίθηση ότι η ευημερία θα επανέλθει στη χώρα, όταν κινητοποιηθούν επενδύσεις, εγχώριες και ξένες, που θα δημιουργήσουν νέες θέσεις εργασίας.

Η μακρά κρίση άφησε ένα τεράστιο επενδυτικό κενό. Οι ακαθάριστες επενδύσεις παγίου κεφαλαίου στην Ελλάδα, ανέρχονταν πριν από την κρίση σε ποσοστά πάνω από το 20%, ενώ μετά το 2010 μειώθηκαν σχεδόν στο μισό. Επί δέκα χρόνια έχουμε ουσιαστικά απο-επένδυση κάθε χρόνο.

Στο σημείο που βρισκόμαστε πρέπει να μιλήσουμε καθαρά και να πράξουμε αντίστοιχα. Για να καλυφθεί το κολοσσιαίο επενδυτικό κοινό, πρέπει ο τόπος μας να γίνει πολύ, πάρα πολύ ελκυστικός για τις επενδύσεις. Σε όλα τα μήκη και πλάτη του πλανήτη οι επενδύσεις έλκονται από την προοπτική της κερδοφορίας. Πρέπει, λοιπόν, να άρουμε τα εμπόδια στην προοπτική αυτή με σεβασμό, παράλληλα, στα δικαιώματα των εργαζομένων και στην ανάγκη προστασίας του φυσικού περιβάλλοντος.

Ο πυρήνας των ιδεών που κατευθύνουν το οικονομικό πρόγραμμα της παράταξης που κυβερνά συμπληρώνεται από την ανάγκη να απλωθεί ένα δίχτυ προστασίας για τους πιο αδύναμους οικονομικά. Το δίχτυ αυτό προστασίας είναι ηθική υποχρέωση της πολιτείας. Είναι ακόμη απαραίτητο γιατί προάγει την κοινωνική συνοχή.

Στους καιρούς που ζούμε, με τις πολλαπλές απειλές για την πατρίδα μας, η επιβίωση του έθνους προϋποθέτει μεταξύ των άλλων και τη γεφύρωση όσο το δυνατόν περισσότερων ρηγμάτων της κοινωνίας. Ταυτόχρονα, η κοινωνική πολιτική, το δίχτυ προστασίας των χαμηλότερων εισοδημάτων έχει και οικονομική λογική. Η ενίσχυση της αγοραστικής δύναμης των οικονομικά ασθενέστερων τονώνει την εγχώρια ζήτηση και αυξάνει έτσι την αναπτυξιακή δυναμική.

Η πολιτική που ασκείται από τον Ιούλιο του 2019 στοχεύει στην προσέλκυση επενδύσεων με μια σειρά από μέτρα που εντάσσονται στις εξής ευρύτερες κατηγορίες: μείωση της φορολογίας, άρση ρυθμιστικών εμποδίων στην επιχειρηματικότητα, ενεργοποίηση του μηχανισμού των δημοσίων επενδύσεων για βελτίωση των υποδομών. Η πολιτική αυτή έχει ήδη αρχίσει να αποδίδει καρπούς.

Σημαντικότερη απόδειξη του γεγονότος αυτού αποτελεί η απόδοση των ομολόγων του ελληνικού δημοσίου, δείγμα της ενισχυμένης αξιοπιστίας της χώρας σήμερα. Η έκδοση του ελληνικού δεκαετούς ομολόγου του Μαρτίου του 2019 πραγματοποιήθηκε με απόδοση 3,9%. Το ίδιο ομόλογο τον Σεπτέμβριο του 2019 είχε κατά την έκδοση απόδοση 1,5%, μείωση 2,4% μέσα σε έξι μήνες.

Συχνά η Αξιωματική Αντιπολίτευση επιχειρεί να παρουσιάσει τη μείωση αυτή του επιτοκίου ως δική της επιτυχία, ιδιαίτερα μάλιστα ως αποτέλεσμα της υπάρξεως ενός μαξιλαριού ρευστότητας, το οποίο δημιούργησε και το οποίο θα αναλύσω σε άλλο σημείο της ομιλίας μου. Όμως, από τον Μάρτιο του 2019 ως τον Σεπτέμβριο του ίδιου χρόνου δεν άλλαξε το ύψος του ταμειακού αποθέματος. Η Κυβέρνηση άλλαξε. Αυτή η αλλαγή, λοιπόν, είναι που έφερε την εμπιστοσύνη των αγορών και εξ’ αυτής επήλθε η μείωση του επιτοκίου των ομολόγων.

Την ίδια εικόνα σταδιακής ανάκαμψης δείχνουν οι δείκτες οικονομικού κλίματος του ΙΟΒΕ σε υψηλά δεκαετίας και η αναβάθμιση της εθνικής οικονομίας από τη Standard and Poor’s. Τα δημοσιονομικά και μακροοικονομικά δεδομένα για το 2019 συμπληρώνουν τη θετική εικόνα. Το πρωτογενές πλεόνασμα με όρους ενισχυμένης εποπτείας εκτιμάται για το 2019 σε 7 δισεκατομμύρια περίπου ή 3,7% του ΑΕΠ.

Το να επιτευχθεί ο στόχος δεν ήταν ούτε δεδομένο ούτε απλό. Το δημοσιονομικό κενό που κληρονομήθηκε από την προηγούμενη Κυβέρνηση ήταν 396.000.000 για το 2019 και ένα 1.050.000.000 για το 2020. Το κενό δημιουργήθηκε κυρίως από τα μέτρα πολιτικής που προεκλογικά εξήγγειλε η Κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ με προφανείς πολιτικούς στόχους.

Η νέα Κυβέρνηση κατάφερε να καλύψει το δημοσιονομικό κενό, χωρίς να ακυρώσει κανένα από τα ουσιαστικά μέτρα ενίσχυσης των εισοδημάτων των πολιτών, που την τελευταία κυριολεκτικά στιγμή έλαβε η Κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ. Αντίθετα, η Κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας έλαβε πρόσθετα μέτρα ελάφρυνσης φόρων και ενίσχυσης των εισοδημάτων επεκτείνοντας τα προς όλους μακριά από διχαστικές λογικές.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ο ΕΝΦΙΑ. Για τον φόρο αυτό η Κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ σχεδίαζε μείωση 30% μόνο για το χαμηλότερο κλιμάκιο περιουσίας και αυτό βέβαια μετά από τεσσεράμισι χρόνια φοροεπιδρομής. Με τον νόμο που ψηφίστηκε λίγες εβδομάδες μετά τις εκλογές, υλοποιήθηκε αυτή η ελάφρυνση, αλλά προβλέφθηκαν παράλληλα μειώσεις στους συντελεστές για όλα τα κλιμάκια, προοδευτικά μειούμενες, με τελικό αποτέλεσμα μεσοσταθμική μείωση 22%.

Στο ίδιο πλαίσιο εντάσσεται η ψήφιση των φορολογικών διατάξεων προ ημερών με ελαφρύνσεις για όλους, καθώς και διανομή του κοινωνικού μερίσματος.

Στα επιτεύγματά του δεύτερου εξαμήνου του 2019 θα πρέπει να προστεθεί η άρση των capital controls, η ρύθμιση των εκατόν είκοσι δόσεων για ληξιπρόθεσμες οφειλές, τόσο φυσικών όσο και νομικών προσώπων, καθώς και αποπληρωμή του ακριβού δανείου του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου με χρήματα που αντλήθηκαν από τις αγορές με πολύ χαμηλότερο επιτόκιο.

Η πολιτική του δεύτερου εξαμήνου του 2019 ήταν πράγματι μια πολιτική διαφορετικής κατεύθυνσης από την κατεύθυνση που έδωσε στα πράγματα η προηγούμενη Κυβέρνηση με την πολιτική των πλεονασμάτων. Το υπερπλεόνασμα της τετραετίας του ΣΥΡΙΖΑ έφτασε τα 11,4 δισεκατομμύρια. Αυτά τα χρήματα τα σώρευσε το δημόσιο αφαιρώντας τα από την αγορά, από την κοινωνία, από τους πολίτες. Για να αντιληφθεί κανείς ξεκάθαρα το μέγεθος της υπερβολής, μπορεί να το δει και έτσι: Το υπερπλεόνασμα ισοδυναμεί με περίπου τέσσερα ετήσια συνολικά έσοδα του ΕΝΦΙΑ. Τέσσερις αχρείαστοι ΕΝΦΙΑ εισπράχθηκαν επί ΣΥΡΙΖΑ.

Αυτό είχε δραματικές επιπτώσεις στο ΑΕΠ, αλλά και στις μακροπρόθεσμες προοπτικές ανάπτυξης.

Πότε και με ποιο σκεπτικό αποφάσισε η Κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ να ξεπεράσει τους στόχους ακόμη και αυτούς του αγαπημένου της εχθρού, του Σόιμπλε, τους στόχους για τα πλεονάσματα που λίγα χρόνια πριν ονόμαζαν «ματωμένα»; Ισχυρίζονται ότι χρειάζονταν τα υπερπλεονάσματα για να χτίσουν το μαξιλάρι ρευστότητας για την αποπληρωμή του χρέους και να μπορέσουν έτσι να βγουν στις αγορές.

Με ποιον υπολογισμό, όμως, κατέληξαν να φθάσουν το μαξιλάρι αυτό στα 35 δισεκατομμύρια; Δεν καταλάβαιναν ότι αν το μαξιλάρι χτίζεται στραγγαλίζοντας την οικονομική δραστηριότητα, τελικά καταλήγει να υποσκάπτει τον ίδιο τον στόχο της εγγύησης του αξιόχρεου της χώρας;

Πώς φθάσαμε σ’ αυτό το σημείο; Μετά από μεγάλα λάθη στους υπολογισμούς, ιδεολογικές εμμονές στην υπερφορολόγηση, εμπαθείς πολιτικές διχασμού της κοινωνίας.

Σε κάθε περίπτωση, το σκεπτικό πρέπει να το εξηγήσουν αυτοί που σχεδίασαν και εφάρμοσαν την πολιτική αυτή. Μέχρι να γίνει αυτό, ας σταματήσει η παραπλανητική τακτική πολλών συναδέλφων του ΣΥΡΙΖΑ που παρουσιάζουν το μαξιλάρι ρευστότητας ως κάποιο είδος προίκας που μας άφησε η προηγούμενη Κυβέρνηση και δήθεν με αυτό ασκούμε σήμερα πολιτική. Τα χρήματα αυτά δεσμεύτηκαν από την προηγούμενη Κυβέρνηση για την αποπληρωμή του χρέους και μόνο. Τα έχουμε και είναι σαν να μην τα έχουμε, δηλαδή.

Ας μπούμε τώρα στα βασικά μεγέθη του Προϋπολογισμού. Η πιο σύντομη χωρίς αριθμούς περίληψη του Προϋπολογισμού του 2020 μπορεί να γίνει με μια πρόταση. Επιτυγχάνεται ο στόχος του πρωτογενούς πλεονάσματος με μείωση της φορολογικής επιβάρυνσης φυσικών προσώπων και επιχειρήσεων χωρίς, ταυτόχρονα, να επέρχεται μείωση της χρηματοδότησης σε κανέναν τομέα πολιτικής.

Πώς επιτυγχάνονται, ταυτόχρονα, αυτοί οι ως ένα βαθμό αλληλοσυγκρουόμενοι στόχοι;

Επιτυγχάνονται, πρώτον, διότι με την αύξηση του ΑΕΠ, που ήδη επιφέρει αλλαγή του μείγματος πολιτικής και βελτίωση του κλίματος, δεδομένοι φορολογικοί συντελεστές αποδίδουν περισσότερα έσοδα, δεύτερον, διότι διευρύνεται η φορολογική βάση κυρίως μέσω των ηλεκτρονικών συναλλαγών και, τρίτον, διότι εξορθολογίζονται οι επιμέρους προϋπολογισμοί των φορέων της Γενικής Κυβέρνησης.

Ας δούμε στη συνέχεια λίγο αναλυτικότερα τα βασικά μεγέθη. Για το έτος 2020 το πρωτογενές αποτέλεσμα της Γενικής Κυβέρνησης σε όρους ενισχυμένης εποπτείας προβλέπεται να διαμορφωθεί σε 7.070.000.000 ευρώ ή 3,58% του ΑΕΠ, ελάχιστα παραπάνω από το συμβατικά προβλεπόμενο 3,5% για λόγους ασφαλείας. Το αποτέλεσμα αυτό επιτυγχάνεται ενώ υλοποιούνται νέες παρεμβάσεις αναπτυξιακού και κοινωνικού χαρακτήρα ύψους 1.181.000.000 ευρώ.

Υπενθυμίζω τις σημαντικότερες: Μείωση του φόρου των φυσικών προσώπων μέσω της μείωσης του εισαγωγικού φορολογικού συντελεστή με συνολικό όφελος για τους φορολογούμενους 281.000.000 ευρώ, μείωση των εισφορών των εργαζομένων πλήρους απασχόλησης με συνολικό όφελος για τους εργαζόμενους 123.000.000 ευρώ, μείωση του φορολογικού συντελεστή των κερδών των επιχειρήσεων με συνολικό όφελος 541.000.000 ευρώ, αναστολή του ΦΠΑ στις νέες οικοδομές με κόστος για τα δημόσια έσοδα 26.000.000, αλλά με πολλαπλασιαστικά οφέλη για την αγορά και τους πολίτες, ενίσχυση με 2.000 ευρώ των οικογενειών για κάθε παιδί που γεννιέται με συνολική δαπάνη 123.000.000 εκατομμύρια ευρώ.

Για να επιτευχθεί το σκοπούμενο πλεόνασμα, υλοποιούνται και μια σειρά από παρεμβάσεις βελτίωσης του δημοσιονομικού αποτελέσματος συνολικού ύψους -επίσης περίπου του ίδιου- 1.188.000.000 ευρώ.

Αναφέρω και πάλι τις δύο πιο σημαντικές: Την αναθεώρηση των ανωτάτων ορίων δαπανών των Υπουργείων που απέφερε 500.000.000 ευρώ -θα αναλύσω παρακάτω την ιδιαίτερα σημαντική αυτή παράμετρο- και τη διεύρυνση της φορολογικής βάσης μέσω της επέκτασης των ηλεκτρονικών συναλλαγών που αποφέρει 557.000.000 ευρώ.

Ο Προϋπολογισμός δομείται πάνω στην εκτίμηση της αύξησης του ΑΕΠ κατά 2,8%. Είναι μια εκτίμηση ελαφρά πιο αισιόδοξη από την τελευταία εκτίμηση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η οποία προβλέπει μεγέθυνση 2,3% για το 2020.

Ο προβλεπόμενος ρυθμός ανάπτυξης το 2020 αντικατοπτρίζει τη δυναμική όλων των επιμέρους συνιστωσών της εγχώριας ζήτησης που τεκμηριώνονται επαρκώς. Γι’ αυτό η προβλεπόμενη αύξηση του ΑΕΠ είναι μεν αισιόδοξη, αλλά και εφικτή.

Οι συνολικές δαπάνες του κρατικού Προϋπολογισμού για το έτος 2020 προβλέπεται ότι θα διαμορφωθούν σε 57.163.000.000 ευρώ -τελειώνω με τους πολλούς αριθμούς, δεν θα σας κουράσω- αυξημένες κατά 772.000.000 ευρώ σε σχέση με την αντίστοιχη εκτίμηση για το 2019.

Γίνεται σαφές με αυτό ότι ο εξορθολογισμός και το νοικοκύρεμα των δημοσίων οικονομικών δεν γίνεται εις βάρος των δημοσίων πολιτικών. Τα δημόσια αγαθά συνεχίζουν να παρέχονται στο ίδιο σε γενικές γραμμές ύψος δαπάνης με έμφαση στην ποιοτική αναβάθμιση των παρεχόμενων υπηρεσιών και στη μέγιστη δυνατή αξιοποίηση των διαθεσίμων πόρων.

Η Κυβέρνηση προχώρησε σε μια διαδικασία εις βάθος επανεξέτασης των δαπανών των Υπουργείων με σκοπό τον εξορθολογισμό τους γενικότερα, αλλά και ειδικότερα την ανακάλυψη και κατάργηση πλασματικών δαπανών που αποτελούσαν τη βάση δημιουργίας των υπερπλεονασμάτων. Δηλαδή, ως σήμερα τα Υπουργεία προϋπολόγιζαν κάποιες δαπάνες, οι οποίες δεν υλοποιούνταν ποτέ. Όμως, οι φόροι, για να χρηματοδοτηθούν αυτές οι δαπάνες, εισπράττονταν κανονικά με την ονομαζόμενη επισκόπηση δαπανών, η οποία ενσωματώνεται στον Προϋπολογισμό αυτό. Η παράλογη αυτή πρακτική σταματά οριστικά.

Κλείνοντας την αναφορά μου στις προϋπολογιζόμενες δημόσιες δαπάνες, θα ήθελα να κάνω μια ειδική αναφορά στις δαπάνες για την άμυνα.

Οι δαπάνες αυτές προβλέπονται στα 3,4 δισεκατομμύρια ευρώ ελαφρά αυξημένες σε σχέση με τον Προϋπολογισμό του 2019.

Θέλω να απευθύνω μια έκκληση στους συναδέλφους της Αντιπολίτευσης, ειδικά στους συναδέλφους της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης, να αναβιώσουν μια παλιά παράδοση του Κοινοβουλίου μας, την οποία η δική μας παράταξη κατά κανόνα σέβεται, όταν βρίσκεται στην Αντιπολίτευση, την παράδοση να εγκρίνουν κατ’ εξαίρεση τις δαπάνες για την άμυνα, ακόμα και αυτοί που καταψηφίζουν τον Προϋπολογισμό.

Θα είναι μια κίνηση με ιδιαίτερη συμβολική σημασία στις μέρες που ζούμε, στις μέρες που η Τουρκία απειλεί ευθέως τα κυριαρχικά μας δικαιώματα. Θα είναι ένα μήνυμα, πρώτα από όλα, προς αυτούς που φρουρούν με αυταπάρνηση τον ουρανό, τα νερά και τα βράχια του Αιγαίου, ένα μήνυμα ότι συνειδητοποιούμε τις θυσίες τους και ότι ενωμένοι τους στηρίζουμε.

Έχουμε πολλά άλλα πεδία να συγκρουστούμε δημοκρατικά και να δώσουμε στον λαό την ευκαιρία να κρίνει ποιος έχει δίκιο και ποιος άδικο. Τις κρίσιμες ώρες, όμως, στην Αίθουσα αυτή πρέπει να χτυπάει η καρδιά του έθνους. Ας το αποδείξουμε.

Επιστρέφω στα αυστηρώς οικονομικά θέματα με αναφορά στο Πρόγραμμα των Δημοσίων Επενδύσεων. Η συνολική δαπάνη του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων ύψους 6.750.000.000 ευρώ κατανέμεται μεταξύ των έργων που θα συγχρηματοδοτηθούν από πόρους της Ευρωπαϊκής Ένωσης ύψους 6.000.000.000 και εκείνων που θα χρηματοδοτηθούν αποκλειστικά από εθνικούς πόρους ύψους 750.000.000 ευρώ. Σε σχέση με το περσινό πρόγραμμα του ίδιου ύψους υλοποιείται μεταφορά 250.000.000 ευρώ από το εθνικό σκέλος στο συγχρηματοδοτούμενο, καθώς αυτό κινητοποιεί αντίστοιχους ευρωπαϊκούς πόρους, δημιουργώντας δημοσιονομικό όφελος περί τα 170.000.000 ευρώ.

Και, βέβαια, η Κυβέρνηση αυτή θα υλοποιήσει πλήρως το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων και δεν θα το χρησιμοποιήσει για να ενισχύει τα κολοσσιαία δεσμευμένα αποθεματικά, όπως έκανε ως πέρυσι συνειδητά η Κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ.

Σημαντική είναι η διαφαινόμενη δυνατότητα να χρησιμοποιηθούν για χρηματοδότηση δημοσίων επενδύσεων τα κέρδη της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και των κεντρικών τραπεζών των κρατών-μελών, τα οποία επιστρέφονται στην Ελλάδα, SMPs και ANFAs. Τα κέρδη αυτά θα φθάσουν τα 5,1 δισεκατομμύρια συνολικά μέχρι το 2023. Προφανώς η αξιοποίησή τους θα αλλάξει εντελώς τα δεδομένα των δημοσίων επενδύσεων στη χώρα. Στο κείμενο των συμπερασμάτων του τελευταίου Eurogroup είχαμε ήδη μια θετική αναφορά στο ζήτημα αυτό, αλλά και την αποδέσμευση μιας δόσης 767 εκατομμύριων, αποτέλεσμα της συστηματικής δουλειάς προς την κατεύθυνση αυτή του Υπουργού των Οικονομικών Χρήστου Σταϊκούρα και του επιτελείου του.

Επιτρέψτε μου, κύριε Πρόεδρε της Κυβέρνησης και κύριοι Υπουργοί των  Οικονομικών και των Υποδομών, μια ειδική αναφορά στο σημείο αυτό. Πιστεύω ότι πρώτη προτεραιότητα για αξιοποίηση των χρημάτων αυτών πρέπει να είναι το έργο του Βόρειου Οδικού Άξονα της Κρήτης, της μεγαλύτερης σήμερα έλλειψης στο δίκτυο των εθνικών υποδομών. Τα χρήματα από τα SMPs και τα ANFAs δημιουργούν μια νέα απρόβλεπτη ως σήμερα δυνατότητα δημόσιας χρηματοδότησης για το ΒΟΑΚ. Η ευκαιρία εμφανίστηκε και η Κρήτη δεν μπορεί να περιμένει άλλο.

Συζητώντας τον Προϋπολογισμό πρέπει να κάνουμε και μια σύντομη αναφορά σε επόμενα απαραίτητα βήματα. Θα αναφερθώ σε ορισμένα μόνο για τα οποία είναι εφικτό να διατυπωθούν συνοπτικά προτάσεις πολιτικής.

Όσον αφορά τη συνολική παραγωγικότητα των συντελεστών της παραγωγής, βασικό εμπόδιο της μακροπρόθεσμης οικονομικής ανάπτυξης της Ελλάδας είναι και η χαμηλή συνολική παραγωγικότητα των συντελεστών παραγωγής, ειδικά σχετικά με την παραγωγικότητα της εργασίας. Η Ελλάδα βρίσκεται στην τεσσαρακοστή τέταρτη θέση ως προς την παραγωγικότητα της εργασίας μεταξύ σαράντα έξι χωρών που μέτρησε ο ΟΟΣΑ για την περίοδο 2000-2016.

Η φυγή στο εξωτερικό νέων ανθρώπων υψηλού επιπέδου προφανώς μειώνει τη συνολική παραγωγικότητα του εργατικού δυναμικού. Οι δημογραφικές εξελίξεις προστίθενται στο εκρηκτικό μείγμα για να μειώσουν περαιτέρω τις αναπτυξιακές προοπτικές της χώρας.

Η ζωή μεταναστών με χαμηλό επίπεδο δεξιοτήτων δεν βοηθά στην ενίσχυση της παραγωγικότητας της εργασίας. Είναι οικονομικά λανθασμένη η αντίληψη ότι οι εισροές μεγάλου αριθμού μεταναστών με χαμηλές δεξιότητες θα έχουν θετικά οικονομικά αποτελέσματα λόγω της αύξησης της προσφοράς εργατικών χεριών. Το ζητούμενο στην Ελλάδα είναι το ακριβώς αντίθετο, θέσεις εργασίας και ενίσχυση των δεξιοτήτων του εργατικού δυναμικού.

Προβλήματα της βιομηχανίας, κόστος της ενέργειας και αποσβέσεις: Η Κυβέρνηση έκανε ήδη πολλά για να άρει μια σημαντική κατηγορία εμποδίων στη βιομηχανία, αναθεωρώντας το γενικότερο αδειοδοτικό θεσμικό πλαίσιο.

Τα επόμενα βήματα για την ενίσχυση της μεταποίησης πρέπει να εστιάσουν σε δύο στόχους, στη μείωση του κόστους της ενέργειας και στη διευκόλυνση των επενδύσεων μέσω και της νομοθέτησης ταχύτερων αποσβέσεων. Το κόστος της ενέργειας στην Ελλάδα είναι σημαντικά ακριβότερο από τον μέσο όρο της Ευρώπης, ιδιαίτερα όσον αφορά τη βιομηχανία.

Η έκθεση της τέταρτης αξιολόγησης της ελληνικής οικονομίας από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή αναφέρει ρητώς ότι στην Ελλάδα οι τιμές χονδρικής του ηλεκτρικού ρεύματος είναι από τις υψηλότερες στην Ευρώπη, με 65,5 ευρώ τη μεγαβατώρα έναντι 42,3 ευρώ τη μεγαβατώρα στην Ευρωπαϊκή Ένωση κατά μέσο όρο. Για να μειωθεί το κόστος της ενέργειας, πρέπει να δημιουργηθούν συνθήκες πραγματικά ελεύθερης αγοράς στον ηλεκτρισμό, η οποία αυτή τη στιγμή δεν υπάρχει.

Αποσβέσεις: Στην Ελλάδα στα χρόνια της κρίσης οδηγηθήκαμε σε αύξηση των ετών της απόσβεσης των επενδύσεων σε μηχανολογικό εξοπλισμό στα δέκα χρόνια, ήτοι σε έναν από τους χαμηλότερους συντελεστές απόσβεσης σε όλη την Ευρώπη.

Το ΙΟΒΕ σε πρόσφατη μελέτη του ανέδειξε το γεγονός ότι η θεσμοθέτηση ταχύτερων αποσβέσεων αυξάνει τις επενδύσεις και τελικά σε βάθος χρόνου δεν μειώνει τα φορολογικά έσοδα.

Καταθέτω στα Πρακτικά το σχετικό απόσπασμα.

Προβλήματα του αγροτικού τομέα: Τα αγροτικά και κτηνοτροφικά μας προϊόντα αντιμετωπίζουν δυσκολίες στον διεθνή ανταγωνισμό λόγω του υψηλού κόστους παραγωγής σε σχέση με αυτά των μεγάλων ανταγωνιστών. Συχνά, όμως, έχουν και πολύ υψηλή ποιότητα, την οποία δεν μπορούν να εκμεταλλευτούν εμπορικά λόγω έλλειψης δικτύου ή και τεχνογνωσίας. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα του ελαιολάδου αλλά και των γαλακτοκομικών προϊόντων. Δεν έχει νόημα εμείς να επιχειρούμε να ανταγωνιστούμε προϊόντα χωρών χαμηλού κόστους. Απαιτείται στρατηγικός σχεδιασμός που θα επιτρέψει στα προϊόντα του πρωτογενούς τομέα να προωθηθούν με ταυτότητα προϊόντων υψηλής ποιότητος, όπου αυτό είναι, βέβαια, πραγματικότητα.

Στην κατεύθυνση αυτή μπορεί να βοηθήσει η αξιοποίηση αυτών των προϊόντων από την τουριστική μας βιομηχανία. Η πολιτεία δεν μπορεί, βέβαια, σε συνθήκες ελεύθερης αγοράς να επιβάλλει τίποτα σε αυτήν την κατεύθυνση. Μπορεί, όμως, να σχεδιάσει προγράμματα χρηματοδοτούμενα από τα διαρθρωτικά ταμεία, τα οποία θα υποστηρίζουν τη μετάβαση στην παραγωγή και εμπορία επωνύμων ποιοτικών προϊόντων από τον πρωτογενή τομέα.

Όσον αφορά τη διεύρυνση της φορολογικής βάσης, τη φορολόγηση των μεταναστευτικών εμβασμάτων, μια μεγάλη δεξαμενή δυνητικών φορολογικών εσόδων παραμένει ανεκμετάλλευτη. Αναφέρομαι στα εμβάσματα των μεταναστών προς το εξωτερικό. Σήμερα υπάρχει η δυνατότητα όποιος θέλει να μεταβιβάσει χρήματα στο εξωτερικό, χωρίς να δώσει τα φορολογικά του στοιχεία, επιδεικνύοντας απλώς την ταυτότητα ή το διαβατήριό του. Αυτό γίνεται μέσω των ειδικών εταιρειών που έχουν αναπτυχθεί γι’ αυτόν τον σκοπό με καταστήματα πλέον σε κάθε πόλη. Ιδρύματα πληρωμών ονομάζονται, σύμφωνα με την ορολογία της Τράπεζας της Ελλάδος.

Σήμερα, λοιπόν, μπορεί κάποιος -αλλοδαπός ή μη- να εργάζεται στην Ελλάδα -νόμιμα ή παράνομα- και να μεταφέρει στο εξωτερικό τα χρήματα που κερδίζει, χωρίς ποτέ να ελεγχθεί από την εφορία. Αυτή η ασυδοσία είναι απλό να σταματήσει, αρκεί να επιβληθεί ο κανόνας η μεταφορά των χρημάτων στο εξωτερικό μέσω των ιδρυμάτων πληρωμών να προϋποθέτει δήλωση του ΑΦΜ μαζί με τα στοιχεία της ταυτότητας, όπως γίνεται και στις τράπεζες. Στη συνέχεια, η ΑΔΑΕ θα μπορεί δειγματοληπτικά να ελέγχει.

Οι συναλλαγές των Ελλήνων πολιτών μέσω τραπεζών ελέγχονται πλέον αυστηρά. Δεν είναι δίκαιο ούτε αποτελεσματικό να ελέγχονται αυστηρότερα οι συναλλαγές εντός της χώρας από τα εμβάσματα προς το εξωτερικό.

Συζητώντας τον προϋπολογισμό, συνήθως δίνεται έμφαση στην ευημερία  της χώρας κατά την υπό συζήτηση χρονιά. Όμως, σήμερα βρισκόμαστε σε ένα σημείο καμπής. Δεν μπορούμε να περιοριστούμε στη συζήτηση της βραχυπρόθεσμης ευημερίας. Τελειώνει για την πατρίδα μας μια περίοδος οικονομικής παρακμής που κράτησε χρόνια και αρχίζει, όπως όλα δείχνουν, μια άλλη περίοδος με θετική πορεία.

Αυτός ο προϋπολογισμός είναι ο πρώτος αυτής της περιόδου, ο πρώτος της Κυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας με Πρωθυπουργό τον Κυριάκο Μητσοτάκη. Αυτός ο προϋπολογισμός υλοποιεί μια στρατηγικού χαρακτήρα και μακράς πνοής προσπάθεια ανάταξης της οικονομίας.

Στα χρόνια της κρίσης, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, δεν επλήγη μόνο η οικονομία. Επλήγη κάθε πλευρά της ζωής στην πατρίδα μας, οι θεσμοί, η παιδεία, η κοινωνική παιδεία, η ίδια η δυνατότητα επιβίωσης του έθνους μας, όπως το γνωρίζουμε, καθώς η κρίση όξυνε και το ήδη οξύ δημογραφικό πρόβλημα.

Σήμερα η ανάταξη της οικονομίας είναι προϋπόθεση της αναγέννησης του έθνους. Με την επίγνωση του γεγονότος αυτού και με την ευθύνη που αυτό συνεπάγεται, σας καλώ, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, να υπερψηφίσετε τον προϋπολογισμό.

Σας ευχαριστώ πολύ.”